Του Μιχάλη Νευραδάκη
Συχνά τους τελευταίους τρεις μήνες, το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα με κάνει να αισθάνομαι ότι ζω σε ένα παράλληλο σύμπαν. Μετά από τις πρώτες 100 μέρες της συγκυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., με όλες τις περιβόητες υποσχέσεις για την κατάργηση και το σχίσιμο των μνημονίων και για την διαγραφή του χρέος, έχουμε δει πλήρη και εξ’ ολοκλήρου κωλοτούμπα εκ μέρους της κυβέρνησης και την συνέχιση της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων.
Τα πιο πρόσφατα παραδείγματα που αποδεικνύουν τις κωλοτούμπες της κυβέρνησης και τη μη τήρηση των προεκλογικών δεσμεύσεων της αφορούν τις νέες προτάσεις της προς τους “θεσμούς”, που συμπεριλαμβάνουν τη διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, που κάποτε χαρακτηριζόταν “αντισυνταγματικός” φόρος από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι προτάσεις της κυβέρνησης επίσης συμπεριλαμβάνουν τη συνέχιση της φορολόγησης των εισοδημάτων κάτω των €12.000, νέες αυξήσεις στην ηλικία συνταξιοδότησης, και τη μη εφαρμογή της προεκλογικής υπόσχεσης για αύξηση του κατώτατου μισθού στα €751. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η κυβέρνηση ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες ότι θα προχωρήσει σε συμφωνία ύψους €1,2 δισεκατομμυρίων με τη Γερμανική εταιρεία Fraport για την ιδιωτικοποίηση 14 περιφερειακών αεροδρομίων στρατηγικής σημασίας, ανάμεσα των οποίων και αυτό των Χανίων. Την ίδια μέρα, ανακοινώθηκε επίσης από στέλεχος της ΤΑΙΠΕΔ ότι η κυβέρνηση θα δεχθεί προσφορές μέχρι τον Ιούλιο για την εξαγορά του 51% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά (ΟΛΠ) με προοπτική να φτάσει το ποσοστό εξαγοράς στο 67%. Επίσης, θα προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης αλλά και του ΔΕΣΦΑ. Ας τα συγκρίνουμε αυτά με τις δηλώσεις του υπουργού οικονομίας Γιώργο Σταθάκη λίγο μετά τις εκλογές, τον Φεβρουάριο, όταν έλεγε ότι η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ θα σταματούσε και ότι η ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών αεροδρομίων δεν θα μπορούσε να ψηφιστεί από τη Βουλή.
Και καθώς προχωράει η κυβέρνηση αυτό το μαζικό ξεπούλημα, που θα αποφέρει κάτι λίγα δισεκατομμύρια ευρώ στην χώρα, ή πιο συγκεκριμένα στους δανειστές, μέσα σε μόλις τρεις μήνες η κυβέρνηση της “ελπίδας” και της “σωτηρίας” έχει αποπληρώσει €9 δισεκατομμύρια σε δάνεια και ομόλογα προς το ΔΝΤ και άλλους δανειστές, ενώ μέχρι τον Αύγουστο θα αποπληρώσει άλλα €21,5 δισεκατομμύρια. Με άλλα λόγια, το ξεπούλημα των αεροδρομίων, των λιμανιών, και του δικτύου φυσικού αεριού θα αποφέρει αρκετά χρήματα για την αποπληρωμή δόσεων ενός ή δύο μηνών προς το ΔΝΤ και τους δανειστές.
Η τρέλα όμως δεν σταματάει εδώ. Πρόσφατα, η κυβέρνηση πρότεινε νέα μέτρα για 23 “πολυτελή” νησιά, μέτρα που θα εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν. Αυτά τα μέτρα υποτίθεται ότι έχουν ως στόχο την πάταξη της φοροδιαφυγής και συμπεριλαμβάνουν κανονισμό που θα υποχρεώνει τις συναλλαγές άνω των €70 στα συγκεκριμένα νησιά να γίνονται με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες. Αυτά σε παραμεθόρια νησιά που δεν διαθέτουν υποδομές, όπου οι κάτοικοι κατά πλειοψηφία είναι μεγάλης ηλικίας και που ζουν μακριά από τράπεζες και ATM, νησιά όπως την Κάρπαθο και τη Σύμη που είναι ξεχασμένα από το κράτος για τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου, ενώ θα αναγκάζονται οι πολίτες να χρεώνονται τόκους σε πιστωτικές κάρτες ή να καταθέτουν λεφτά σε αναξιόπιστες, ανεύθυνες, και αφερέγγυες τράπεζες.
Ακόμα πιο εξοργιστικές όμως ήταν οι δηλώσεις του υπουργού “προστασίας” του πολίτη Γιάννη Πανούση σε ραδιοφωνική συνέντευξη του στις 5 Μαΐου, όταν δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι δεν ισχύουν οι προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις του Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, ότι θα ήταν άχρηστη και ανούσια η έκφραση της βούλησης του Ελληνικού λαού μέσω εκλογών η δημοψηφίσματος, και ότι αποτελούν μειοψηφία οι πολίτες που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ βάσει των προεκλογικών του δεσμεύσεων. Και όμως, καλούμαστε να πιστέψουμε ότι η δημοτικότητα της κυβέρνησης φτάνει έως το 80%, και ότι το 75% των Ελλήνων πολιτών θέλει πάση θυσία να παραμείνει η χώρα στην Ευρωζώνη. Πρέπει δηλαδή να πιστέψουμε ότι πριν τρεις μήνες οι Έλληνες πολίτες ψήφισαν για “αλλαγή” και απέρριψαν την λιτότητα αλλά όμως τώρα το 75-80% υποστηρίζει την ίδια ακριβώς λιτότητα.
Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, αλλά εξηγείται άνετα αν λάβουμε υπόψιν το γεγονός ότι οι εταιρίες δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα δεν λειτουργούν με ανεξάρτητο τρόπο, αλλά αντιθέτως εκτελούν πολιτικά συμφέροντα και σκοπιμότητες, ενώ οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις διεξάγονται για λογαριασμό των κυρίαρχων και διεφθαρμένων μέσων ενημέρωσης της χώρας, ΜΜΕ που σε όλες τις περιπτώσεις είναι είτε φιλικοί προς την τωρινή κυβέρνηση, ή προς το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή και τα δύο. Κανένας όμως δεν μιλάει για τις δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν από ξένες εταιρίες δημοσκοπήσεων, εταιρίες χωρίς κάποιο εγχώριο συμφέρον, και που δείχνουν ότι το 52-53% των Ελλήνων επιθυμεί έξοδο από την Ευρωζώνη και επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Και κανένας από την κυβέρνηση ή από τους υποστηρικτές της δεν μπορεί να μας απαντήσει γιατί, εφόσον όπως μας λένε το 75% των Ελλήνων θέλει ευρώ πάση θυσία, γιατί πάση θυσία προσπαθούν να αποφύγουν δημοψήφισμα για το θέμα του νομίσματος.
Αντιθέτως, μας λένε όλοι οι υποστηρικτές και οι απολογητές της κυβέρνησης ότι η κυβέρνηση “κάνει ό,τι μπορεί”, ότι έχει “καλές προθέσεις” και απλά δεν μπορεί να εκτελέσει το έργο της εξαιτίας των “κακών” ξένων που την εκβιάζουν, ότι “δεν ήταν προετοιμασμένη” η κυβέρνηση να τους αντιμετωπίσει, κάτι που προδίδει την ανικανότητα της κυβέρνησης παρόλο που βρισκόταν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για 2,5 χρόνια. Αυτές οι δικαιολογίες όμως εκφράζουν θαυμάσια την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης, μία πολιτική που ομολογουμένως έχει πετύχει το στόχο της, ότι δηλαδή είναι η “καλή” κυβέρνηση που αντιμετωπίζει τους “κακούς”, τα “τέρατα” του εξωτερικού, αλλά ότι παρόλα αυτά θέλουμε να παραμείνουμε στην λεγόμενη “Ευρωπαϊκή οικογένεια”, “αλλάζοντας” αυτά τα “τέρατα” προς το καλύτερο. Μας λένε ότι η κυβέρνηση κάνει “μεγάλη προσπάθεια” χωρίς να έχει το πάνω χέρι, ότι αντιθέτως είναι οι Γερμανοί και οι δανειστές αυτοί που το έχουν. Και όμως, πριν από λίγες μέρες, ο υπουργός οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σοίμπλε δήλωσε σε συνέντευξη ότι εάν καταστραφεί η Ελλάδα, δηλαδή αν αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, θα καταστραφεί και η Γερμανία.
Πείτε μου λοιπόν: ποιος έχει πραγματικά το πάνω χέρι;
Και όμως, οι πολλοί απολογητές του ΣΥΡΙΖΑ, εντός αλλά και εκτός Ελλάδας, προτιμούν να φορούν παρωπίδες και να μην αναγνωρίζουν το προφανές. Αντιθέτως, προσφέρουν μία δικαιολογία μετά την άλλη για τις κινήσεις και τα πισωγυρίσματα της νέας κυβέρνησης. Πρόσφατα, άρθρο μου για τους πρώτους τρεις μήνες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δημοσιεύθηκε στη διεθνή ενημερωτική ιστοσελίδα Truthout, και εκεί εμφανίστηκαν όλοι οι κόλακες και τα κομματόσκυλα του ΣΥΡΙΖΑ και όλοι οι μετριοπαθείς δήθεν “αριστεροί” του εξωτερικού για να δικαιολογήσουν όλες τις κινήσεις της κυβέρνησης και να ασκήσουν προσωπικές επιθέσεις εναντίων μου και εναντίων της εκπομπής εξαιτίας της κριτικής μου, κριτική που όμως στηρίζεται με πραγματικά στοιχεία και όχι σε κομματικό λόγο. Επειδή όμως τόλμησα να κριτικάρω την κυβέρνηση της “ελπίδας” και της ριζοσπαστικής σωτηρίας, ήμουν “κομμουνιστής” ή “φασίστας” ή “πρασινομπλέ” (αποφασίστε επιτέλους!) και δεν διέθετα αξιοπιστία.
Αυτός ο τυφλός φανατισμός θυμίζει τους φανατικούς φιλάθλους μίας ποδοσφαιρικής ομάδας, που στηρίζουν την ομάδα και διατηρούν μίσος εναντίων τους αιώνιους αντιπάλους τους σε όλες τις περιπτώσεις. Αυτός ο φανατισμός όμως δεν έχει καμία θέση στην πολιτική, και προκαλεί μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι πολλά από τα ίδια άτομα που παρουσίαζαν τον εαυτό τους ως “αντιμνημονιακοί” πριν τις εκλογές, έχουν γίνει ξαφνικά οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές των μνημονίων και της λιτότητας, ενώ δεν δέχονται καμία αντίρρηση. Τέτοια είναι η “δημοκρατία” τους και τέτοιο είναι το “επίπεδο” πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα αλλά και στη διεθνή αριστερά.
Όμως, παρά τις κριτικές και τις επιθέσεις, θα συνεχίσουμε να ασκούμε το πραγματικό λειτούργημα της λεγόμενης τέταρτης εξουσίας, ασκώντας κριτική στην τωρινή κυβέρνηση όπως ακριβώς ασκούσαμε κριτική στις προηγούμενες κυβερνήσεις, επώνυμα και με πλήρη στήριξη για όλα όσα λέμε και γράφουμε. Οι θέσεις μας δεν έχουν μετακινηθεί, έχουν μείνει σταθερές, παρόλο που έτσι έχουμε επιλέξει συνειδητά τον δύσκολο δρόμο. Θα μπορούσε να πει το ίδιο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη της;