Ακολουθεί το κείμενο της ραδιοφωνικής μας συνέντευξης με την Kati Marton, συγγραφέας του βιβλίου “The Polk Conspiracy: Murder and Cover-Up In the Case of CBS News Correspondent George Polk.” Αυτή η συνέντευξη μεταδόθηκε την εβδομάδα της 4-11 Δεκεμβρίου 2014. Μπορείτε να βρείτε και να κατεβάσετε το podcast της συνέντευξης εδώ.
MN: Μαζί μας σήμερα εδώ στο Διάλογος Radio για την συνέντευξη της εβδομάδας είναι η καταξιωμένη δημοσιογράφος και συγγραφέας Κάτι Μάρτον. Με πολύχρονη καριέρα σαν δημοσιογράφος για το Αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο ABC και για την δημόσια ραδιοφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών, η Κάτι έχει κερδίσει πολλά βραβεία για την δημοσιογραφία της, και έχει συγγράψει πολλά βιβλία, ανάμεσα των οποίων είναι το “The Polk Conspiracy: Murder and Cover-Up In the Case of CBS News Correspondent George Polk,” για την δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου George Polk στην Ελλάδα το 1948 και την συγκάλυψη αυτής της δολοφονίας. Κάτι, ευχαριστούμε που βρίσκεστε μαζί μας σήμερα.
KM: Εγώ σας ευχαριστώ, η χαρά είναι δική μου.
ΜΝ: Θα συζητήσουμε την υπόθεση του George Polk σε βάθος στη συνέχεια, αλλά για να ξεκινήσουμε, πείτε μας μερικά λόγια για εσάς και για την δημοσιογραφική και συγγραφική σας καριέρα.
ΚΜ: Με ευχαρίστηση. Έχω συγγράψει οκτώ βιβλία, και ήμουν ανταποκρίτρια για το ABC News και για το National Public Radio. Κατά κύριο λόγο τα βιβλία μου είναι πεζογραφήματα, και το πιο πρόσφατο μου βιβλίο, το οποίο ήταν στους New York Times μπεστ σέλερ, είχε τον τίτλο “Paris: A Love Story,” που αφορά τον γάμο μου με τον αείμνηστο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ και την καταπληκτική ζωή που είχαμε μαζί.
ΜΝ: Ας περιγράψουμε το κλίμα της εποχής… ο George Polk ήταν απόγονος δύο πρώην προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών, είχε μία πολύ ένδοξη θητεία στο Αμερικανικό στρατό, και είχε μία έμφυτη περιέργεια για τον κόσμο, μία περιέργεια που τον οδήγησε να ταξιδεύει συνεχώς. Πως κατέληξε σε μία δημοσιογραφική καριέρα;
ΚΜ: Η οικογένεια του George Polk τα έχασε όλα. Έχασε την περιουσία της, το βιοπορισμό της, το θαυμάσιο σπίτι τους στο Τέξας, εξαιτίας της σκληρής οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του ’30. Η οικογένεια Polk ήταν από τις γνωστότερες οικογένειες της πόλης του Φορτ Γουόρθ στο Τέξας, με προεδρικές ρίζες. Όπως πολλά άλλα παιδιά εκείνης της δύσκολης εποχής, ο Πολκ έφυγε από το σπίτι του και αναζήτησε την τύχη του, καθώς τότε δεν υπήρχε μέλλον για αυτόν στο Τέξας. Στη συνέχεια έγινε ήρωας πολέμου, πολέμησε στον Ειρηνικό σαν πιλότος, και μετά προσελήφθη από το CBS News, που εκείνη την εποχή ήταν το μέσο ενημέρωσης με το μεγαλύτερο κύρος, και συγκεκριμένα από τον θρυλικό δημοσιογράφο Εντ Μάρου. Ο Πολκ έγινε ένα από τα λεγόμενα παιδιά του Μάρου, σε μία ομάδα εξαιρετικών, ταλαντούχων, και γενναίων δημοσιογράφων που κάλυψαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το επακόλουθο του. Ο Τζωρτζ ήταν ένα ανερχόμενο αστέρι μέσα σε αυτή την ομάδα. Εκείνη την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του ’40 δηλαδή, η Ελλάδα αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα θέματα της ειδησεογραφίας, καθώς η Ελλάδα ήταν η χώρα όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να χαράξουν κόκκινη γραμμή κατά της περαιτέρω επέκτασης της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι δημιουργήθηκε το περίφημο δόγμα Τρούμαν, με σκοπό να προσφέρει εκατομμύρια δολάρια για την στήριξη της τότε δεξιάς Ελληνικής κυβέρνησης του βασιλείου. Ήταν η πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμείχθηκαν τόσο στενά και τόσο έντονα με μία τόσο διεφθαρμένη και τόσο λαομίσητη κυβέρνηση προς χάριν κάποιων ευρύτερων συμφερόντων. Πραγματικά πιστεύω ότι ο δρόμος από την Αθήνα οδήγησε απευθείας στη Σαϊγκόν και στο πόλεμο του Βιετνάμ, όπου και τότε η Αμερικανική κυβέρνηση υπερασπίστηκε μία κυβέρνηση που δεν είχε την στήριξη των πολιτών της. Ήταν μία Φαουστική συμφωνία. Η Συνωμοσία του Πoλκ, το βιβλίο που έγραψα για την δολοφονία αυτού του πολύ γενναίου δημοσιογράφου, πραγματικά υπογραμμίζει το εξαιρετικά υψηλό τίμημα που πληρώνει κάποιος όταν η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών τοποθετεί την υποτιθέμενη εθνική ασφάλεια πάνω από τις θεμελιώδεις αξίες της. Ο Τζωρτζ Πολκ ήταν πράγματι το πρώτο θύμα του Ψυχρού Πολέμου.
ΜΝ: Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο George Polk, όπως είπατε, ταξίδεψε στην Ελλάδα, όπου έγινε μόνιμος ανταποκριτής του CBS News. Πως θα χαρακτηρίζατε την δημοσιογραφία του Πολκ και τις ανταποκρίσεις του από την Ελλάδα, και πως αντέδρασαν οι αρχές τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες; Από ότι φαίνεται, δεν πέρασε πολύς χρόνος για να γίνει η παρουσία του αισθητή στην Ελλάδα.
ΚΜ: Ο Τζωρτζ Πολκ θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς δημοσιογράφους. Μάλιστα, υπάρχει ένα πολύ σημαντικό δημοσιογραφικό βιβλίο που φέρει το όνομα του, και σημειώνω εδώ ότι οι γονείς μου έχουν κερδίσει το συγκεκριμένο βραβείο για την δική τους δημοσιογραφία. Σε κάθε περίπτωση, ο Πολκ ήταν ένας τολμηρός δημοσιογράφος που δεν άφηνε τίποτα να του σταθεί εμπόδιο. Γι’ αυτό το λόγο πλήρωσε στο τέλος με τη ζωή του, εξαιτίας της δημοσιογραφίας του. Αλλά πραγματικά πίστευε ότι ήταν για το καλό όλων να αποκαλύπτεται η αλήθεια, ασχέτως εάν αυτή η αλήθεια παρουσίαζε την δική μας κυβέρνηση, την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, με καλό ή με άσχημο τρόπο. Και μάλιστα, οι ανταποκρίσεις του Τζωρτζ Πολκ ήταν τόσο ανένδοτες που οι δύο πρωτεύουσες–όχι, οι τρεις πρωτεύουσες, η Αθήνα, το Λονδίνο, και η Ουάσιγκτον, τον είχαν στοχοποιήσει, γιατί φανέρωνε διαρκώς τα πραγματικά γεγονότα. Ξέρετε, ο κόσμος έχει ένα χρέος προς δημοσιογράφους όπως ο Πολκ. Στην περίπτωση αυτή, αν υπήρχε πραγματικά αληθινή περιγραφή για το τι συνέβαινε εκείνη την εποχή, το 1948, στην Αθήνα, με την εξαιρετικά διεφθαρμένη κυβέρνηση που κατείχε την εξουσία τότε, η περιγραφή των πραγματικών συνθηκών και γεγονότων προερχόταν αποκλειστικά από τον Πολκ. Γι’ αυτό το λόγο και επιβαλλόταν να τον σιωπήσουν.
ΜΝ: Από ότι γράφετε στο βιβλίο σας, δεν πήρε πολύ χρόνο για πολλούς, ανάμεσα τους και ο Ελληνικός τύπος, να κατηγορήσουν τον Πολκ ότι ήταν κομουνιστής…
ΚΜ: Πολύ σωστά, αυτός ήταν πάντοτε ο γρηγορότερος τρόπος για να καταστρέψεις το όνομα και την φήμη κάποιου με το να τον αποκαλέσεις “κομουνιστή.” Ο Τζωρτζ Πολκ ήταν τόσο κομουνιστής όσο ήταν αστροναύτης. Απλά ήταν ένας αντικειμενικός δημοσιογράφος που είδε, πολύ ξεκάθαρα, ότι υπήρχαν καλοί και κακοί άνθρωποι και στις δύο πλευρές, αλλά ότι οι κακοί άνθρωποι βρισκόντουσαν στην εξουσία και στηριζόντουσαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες με οικονομική ενίσχυση εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Πολκ ήταν στην Ελλάδα τότε και έβλεπε ότι η κυβέρνηση απλά ενδιαφερόταν για την παραμονή της στην εξουσία και όχι για το καλό του Ελληνικού λαού, και πραγματικά πίστευε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έπρεπε να στηρίζουν μία τέτοια κυβέρνηση. Μάλιστα, όπως γράφω στο βιβλίο μου, δεν ήταν μόνο η τότε Ελληνική κυβέρνηση που είχε ευθύνες για την δολοφονία του Πολκ, αλλά και η ίδια η χώρα μου, οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έπαιξαν έναν επαίσχυντο ρόλο όχι στον θάνατο του, αλλά στην συγκάλυψη που ακολούθησε, ενώ ο πιο πιστός μας σύμμαχος, η Μεγάλη Βρετανία, έπαιξε και αυτή καθοριστικό ρόλο στην δολοφονία του Πολκ.
ΜΝ: Είμαστε στον αέρα με την δημοσιογράφος και συγγραφέας Κάτι Μάρτον εδώ στο Διάλογος Radio για την συνέντευξη της εβδομάδας, και Κάτι, χωρίς να πούμε όλη την ιστορία που περιγράφετε στο βιβλίο σας, αυτό που φαίνεται ότι ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι όσον αφορά την παρουσία του Πολκ στην Ελλάδα, ήταν μία μοιραία συνάντηση που είχε με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, λίγες μόλις ημέρες πριν από την δολοφονία του Πολκ. Τι έγινε σε αυτή την συνάντηση;
ΚΜ: Ο Τζωρτζ Πολκ έλαβε στοιχεία, μέσω μίας ανώνυμης πηγής από την τράπεζα Chase Manhattan Bank των Ηνωμένων Πολιτειών, που έδειχναν ότι ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο κύριος Τσαλδάρης, μόλις είχε καταθέσει ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό σε ένα προσωπικό λογαριασμό στην τράπεζα Chase στη Νέα Υόρκη. Και επειδή ο Πολκ ήταν τόσο λεπτολόγος και τόσο ακριβοδίκαιος, πήγε στον πρωθυπουργό για να πάρει την αντίδραση του πριν την μετάδοση της είδησης. Αυτή η κίνηση του Πολκ δυστυχώς ήταν καταδικαστική, καθώς μέσα σε λίγες μέρες δολοφονήθηκε. Όταν έκανα την δική μου έρευνα για την συνωμοσία της δολοφονίας του Πολκ, είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τον πρώην σύμβουλο του προέδρου Τρούμαν, τον Κλάρκ Κλίφορντ, και τον ρώτησα τι θα γινόταν σε περίπτωση που ο Τζωρτζ Πολκ ζούσε και είχε την ευκαιρία να μεταδώσει αυτή την είδηση για έναν πρωθυπουργό που στηριζόταν με την οικονομική ενίσχυση των Ηνωμένων Πολιτειών και που είχε τόσο μεγάλες καταθέσεις στην τράπεζα; Και ο Κλίφορντ μου είπε ότι θα ήταν αδύνατον για τον Τρούμαν να πάει πίσω στο Κογκρέσο για να ζητήσει περαιτέρω χρηματοδότηση για την Ελλάδα. Έτσι, είναι ξεκάθαρο ότι, όσον αφορά τον Τσαλδάρη και την ομάδα του, έπρεπε να σκοτώσουν τον Πολκ, για να σωθούν οι ίδιοι! Φυσικά δεν δικαιολογώ την δολοφονία του, αλλά δυστυχώς τα υψηλότατα δημοσιογραφικά πρότυπα με τα οποία λειτουργούσε ο Πολκ ήταν εν τέλει η ταφόπλακα του. Αυτό που θα έπρεπε να κάνει μόλις έμαθε αυτές τις πληροφορίες ήταν να φύγει από την Ελλάδα και να τις μεταδώσει από ένα πιο ασφαλές σημείο, αλλά όπως ανέφερα νωρίτερα, ήταν ένας πολύ ευσυνείδητος δημοσιογράφος και πολύ τολμηρός, και το πλήρωσε αυτό με τη ζωή του. Η ιστορία για το τι ήξερε ο Πολκ για τις τραπεζικές καταθέσεις του Τσαλδάρη τελικά δεν διέρρευσε ποτέ, μέχρι που την παρουσίασα στο βιβλίο μου.
ΜΝ: Πρέπει να αναφέρουμε ότι εκείνη την εποχή, εκτός από την διεφθαρμένη δεξιά κυβέρνηση της Ελλάδας, λειτουργούσε ένα πολύ μεγάλο και άκρως επικίνδυνο ακροδεξιό παρακράτος, που είχε στενές σχέσεις με την εξουσία και με διάφορες άλλες δυνάμεις, και από ότι φαίνεται, αυτό το παρακράτος κατάφερε να προσεγγίσει τον Πολκ λίγες μέρες πριν από την δολοφονία του.
ΚΜ: Ναι. Μπορεί ο πρωθυπουργός να μην τράβηξε την σκανδάλη, αλλά οι σύμμαχοι του στον υπόκοσμο του Πειραιά, στο επικίνδυνο παρακράτος που λειτουργούσε εκεί, ήταν όντως αυτοί που ευθύνονται για την δολοφονία του Πολκ. Μάλιστα έμαθα ποιος ήταν ο πραγματικός δολοφόνος, ποιοι διοργάνωσαν την δολοφονία του Πολκ, και εγώ για πρώτη φορά παρουσίασα όλη αυτή την ιστορία, για το τι ακριβώς έγινε και πως ουσιαστικά στήθηκε παγίδα για τον Πολκ. Ο Πολκ ήταν αποφασισμένος, πριν φύγει από την Ελλάδα, να πάρει συνέντευξη από τον επικεφαλής των κομμουνιστών ανταρτών, τον Μάρκο Βαφειάδη, ο οποίος ήταν κρυμμένος στα βουνά της Βόρειας Ελλάδας, και έτσι, ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη με στόχο να συναντηθεί με τον Μάρκο, μία συνάντηση που κάποια άτομα του είχαν υποσχεθεί. Ήταν όμως παγίδα, και ο Πολκ έπεσε σε αυτή την παγίδα, και στη συνέχεια, η δεξιά κυβέρνηση ανακάλυψε ένα τεράστιο, φανταστικό σχέδιο για το πως ο Βαφειάδης και οι αντάρτες του ήταν αυτοί που δολοφόνησαν τον Πολκ, ένα σχέδιο που δεν είχε κανένα νόημα, καθώς ο Βαφειάδης δεν είχε κανένα συμφέρον από την δολοφονία του Πολκ, αλλά είχε κάθε συμφέρον να παρουσιάσει την δική του πλευρά στο διεθνή ακροατήριο. Μία από της πολύ άσχημες επιπτώσεις της όλης ιστορίας είναι μάλιστα ότι υπήρχε ένα δεύτερο θύμα εκτός από τον Πολκ: ένας Έλληνας δημοσιογράφος, ο Γρηγόρης Στακτόπουλος, ο οποίος συνελήφθη και βασανίστηκε βίαια έως ότου “ομολόγησε” για τον ρόλο του στο σχέδιο δολοφονίας του Πολκ. Και έτσι υπήρχαν δύο θύματα: ο Πολκ, ο οποίος δολοφονήθηκε, και ο Στακτόπουλος, του οποίου η ζωή καταστράφηκε επειδή πέρασε τόσα χρόνια στη φυλακή ενώ ήταν αθώος.
ΜΝ: Και μιλάμε εδώ για μία έρευνα που ήταν περισσότερο μία προσπάθεια συγκάλυψης και απόκρυψης για το τι πραγματικά έγινε, με αυτή τη ψευδή ομολογία, και με την βαθιά εμπλοκή των Αμερικανών και Βρετανών από ότι καταλαβαίνω…
ΚΜ: Σίγουρα. Οι Βρετανοί ήταν έως τότε η πρώτη και κυρίαρχη ξένη δύναμη στην Ελλάδα, παρόλο που είχαν παραχωρήσει αυτή τη θέση στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι Βρετανοί συνέχισαν να είναι βαθιά αναμειγμένοι στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας και με το τότε βασίλειο, και έπαιξαν έναν δόλιο ρόλο στην υπόθεση Πολκ, ιδίως οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, η MI-σιξ (Αγγλικά). Παρουσιάζω στο βιβλίο την ιστορία μίας Ελληνίδας, η οποία ήταν παντρεμένη με Βρετανό δημοσιογράφο, η οποία ανέλαβε τον ρόλο να κρατάει την χήρα του Πολκ απασχολημένη στο πρώτο διάστημα μετά την δολοφονία, ενώ ταυτοχρόνως αφαίρεσε κρυφά από το διαμέρισμα του Πολκ ενοχοποιητικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων ήταν το γράμμα που είχε λάβει ο Πολκ από την τράπεζα Chase για τον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Τσαλδάρης. Όταν έγραψα αυτό το βιβλίο, οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι ήταν ακόμη εν ζωή, μεταξύ των οποίων ήταν και αυτή η γυναίκα, από την οποία μάλιστα πήρα συνέντευξη, όπως επίσης και από τον Ράντολ Κόυτ, ο οποίος ήταν πράκτορας των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών και ο οποίος ήταν και αυτός εμπλεκόμενος στο σχέδιο δολοφονίας του Πολκ. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ακόμα εν ζωή τότε, καθώς και τα μέλη της οικογένειας Πολκ, οι οποίοι συνεργάστηκαν μαζί μου και που για πρώτη φορά άνοιξαν τα αρχεία τους. Όμως, η πιο τυχερή μου στιγμή αφορά το τρίτο θύμα της υπόθεσης Πολκ, ο Ελληνοαμερικανός Τζιμ Κέλις, ο οποίος έφτασε τότε στην Ελλάδα για λογαριασμό μίας ομάδας Αμερικανών δημοσιογράφων που, εξαγριωμένοι με την δολοφονία του συναδέλφου τους, δημιούργησαν μία επιτροπή για να εξερευνήσουν τις πραγματικές αιτίες της δολοφονίας του. Προσέλαβαν τον Ουίλιαμ Ντόνοβαν, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής της CIA, ως υπεύθυνος για την έρευνα, και ο αναπληρωτής του ήταν ο Κέλις, ο οποίος έμαθε για το πραγματικό σχέδιο, για αυτό που συζητήσαμε μόλις τώρα, που οδηγούσε απευθείας στην τότε δεξιά και στο παρακράτος του Πειραιά. Και στη συνέχεια, ο Κέλις αντιμετωπίστηκε με πολύ άσχημο τρόπο τόσο από την δεξιά στην Ελλάδα, όσο και από την Ουάσιγκτον, επειδή η ιστορία που ανακάλυψε, η πραγματική ιστορία, δεν ήταν αυτή που ήθελαν να μάθει ο κόσμος, που έλεγε ότι τη βασική ευθύνη είχαν οι κομμουνιστές και αυτός ο αθώος Έλληνας δημοσιογράφος, ο Στακτόπουλος, ο οποίος εξαναγκάστηκε να ομολογήσει. Ο Τζιμ Κέλις δεν ζούσε όταν άρχισα να εξερευνώ αυτή την υπόθεση, αλλά ένας συνάδελφος του είχε διατηρήσει σχεδόν όλα τα αρχεία του Κέλις και μου έδωσε την ευκαιρία να τα κοιτάξω εγώ, και τα στοιχεία που περιείχαν αυτά τα αρχεία αποτελούν τον κορμό του βιβλίου μου. Ήμουν πολύ τυχερή που είχα πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία. Δυστυχώς όμως, δεν είχα την δυνατότητα να κυκλοφορήσω αυτό το βιβλίο στην Ελλάδα, όπου πραγματικά θα έπρεπε να κυκλοφορήσει, καθώς ο γιος του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, ο Αθανάσιος, υπέβαλε αγωγή εναντίων μου για συκοφαντική δυσφήμιση. Έτσι, αναγκάστηκα να προσλάβω έναν πολύ γνωστό Έλληνα δικηγόρο για να με υπερασπίσει, καθώς δεν ήθελα να περάσω ένα χρόνο σε ένα Ελληνικό κελί, και εν τέλει καταλήξαμε σε εξώδικο διακανονισμό. Δυστυχώς, έως και σήμερα, δεν μου έχει δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσω το βιβλίο στον λαό που πραγματικά πρέπει να γνωρίζει τι είχε γίνει τότε με τον Τζωρτζ Πολκ. Και πραγματικά πιστεύω ότι η υπόθεση Πολκ έχει σκιάσει τις σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Αθήνα, καθώς η συμπεριφορά της Ουάσιγκτον ήταν τόσο άσχημη εκείνη την εποχή και επειδή ο Ελληνικός λαός είχε χειραγωγηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό, τόσο από την δική τους κυβέρνηση, όσο και από την Ουάσιγκτον. Πιστεύω πως ήρθε η ώρα να μάθουν οι Έλληνες την πραγματική ιστορία για το τι είχε συμβεί τότε. Πρέπει να σημειώσω επίσης ότι μηνύθηκα όχι μόνο από την δεξιά στην Ελλάδα, αλλά και από τους Βρετανούς, που επίσης ενοχλήθηκαν από βιβλίο μου και τα συμπεράσματα μου, και έτσι αυτή η γυναίκα που έπαιξε αυτό το τόσο βρώμικο ρόλο με την χήρα του Πολκ, η Μέρι Καββαδίας Μπάρμπερ, η οποία αργότερα παντρεύτηκε έναν πολύ γνωστό Βρετανό πρέσβη, τον Νίκο Χέντερσον, και έτσι έγινε η ίδια Λειντι (Lady) Χέντερσον, κατέθεσε μήνυση εναντίων μου και έτσι απέτρεψε την κυκλοφορία του βιβλίου μου στην Βρετανία, και επίσης απέτρεψε άρθρο για την υπόθεση που θα δημοσιευόταν στο περιοδικό Βάνιτυ Φερ, καθώς οι νόμοι περί δυσφήμησης είναι τόσο παράλογα αυστηροί στην Βρετανία που είναι σχεδόν αδύνατον να ακουστεί η αλήθεια. Αυτή ήταν ίσως η πιο δραματική εποχή της ζωής μου, σαν δημοσιογράφος και ιστορικός, αλλά χαίρομαι που έχει επανακυκλοφορήσει το βιβλίο και που θα ακουστεί αυτή η ιστορία στην Ελλάδα, από τους Έλληνες!
ΜΝ: Επιστρέφοντας στην υπόθεση Πολκ και στην δολοφονία του, αναφέρατε στο βιβλίο σας ότι είχαν υπάρξει απόπειρες να μπλέξουν την χήρα του Πολκ στην δολοφονία του συζύγου της, και γράψατε, μεταξύ άλλων, μία επίσκεψη του Αθανάσιου Τσαλδάρη στη Νέα Υόρκη, για να επισκεφτεί την χήρα του Πολκ και ουσιαστικά για να την εκφοβίσει…
ΚΜ: Ακριβώς. Η χήρα του Πολκ είχε φύγει από την Ελλάδα και σπούδαζε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, και ο νεαρός τότε Αθανάσιος Τσαλδάρης, ο οποίος στη συνέχεια έγινε υπουργός, πρόεδρος της Βουλής, και υποψήφιος πρόεδρος της δημοκρατίας, την απείλησε και της είπε ότι και αυτή θα βρεθεί στην ίδια μοίρα με τον σύζυγο της εάν εξακολουθούσε να αμφισβητεί την επίσημη εκδοχή για την δολοφονία του Πολκ. Ουσιαστικά της είπε να το βουλώσει, και πως αλλιώς θα επιφυλλαζόταν για την ίδια μία άσχημη κατάληξη. Κάτι που έχει ενδιαφέρον είναι ότι μετά από κάποια χρόνια, ο σύζυγος μου, ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ο οποίος ήταν επικεφαλής για τα Ελληνοκυπριακά θέματα στο Στεϊτ Ντιπάρτμεντ, καθόταν δίπλα στον Αθανάσιο Τσαλδάρη σε μία δεξίωση, και ο Τσαλδάρης γύρισε τον Χόλμπρουκ και του είπε ότι με πολύ χαρά θα ήθελε να τον φιλοξενήσει μαζί με την σύζυγο του, μη γνωρίζοντας ότι η σύζυγος του ήταν η Κάτι Μάρτον, την οποία την είχε μηνύσει! Ο σύζυγος μου δεν του είπε τίποτα, αλλά έχει ενδιαφέρον πως ακόμα και τότε δεν είχε ξεκαθαρίσει αυτή η ιστορία, και πιστεύω πως πλέον ήρθε η ώρα να ακουστεί και στην Ελλάδα.
ΜΝ: Από ότι καταλαβαίνω, ο Γρηγόρης Στακτόπουλος, ο αθώος αυτός άνθρωπος που όμως “πλήρωσε” γι’ αυτό το έγκλημα, τελικά αποφυλακίστηκε μετά από αρκετά χρόνια. Υπήρξαν ωστόσο ποτέ προσπάθειες να εξερευνηθεί ή να εκδικαστεί εκ νέου αυτή η υπόθεση στην Ελλάδα;
ΚΜ: Ναι όντως υπήρξαν προσπάθειες, ακόμα και αρκετά πρόσφατα, αλλά ποτέ δεν κατόρθωσαν να ανοίξει εκ νέου ο φάκελος της υπόθεσης. Πιστεύω ότι παραμένει ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα, καθώς υπήρχαν τόσα μεγάλα συμφέροντα που είχαν εμπλακεί και τόση διαφθορά που έχει αποκτήσει αυτή η υπόθεση πλέον τεράστια συμβολική αξία. Πιστεύω επίσης ότι στον Στακτόπουλο θα έπρεπε επιτέλους να απονεμηθεί χάρη, και προς το όνομα του ίδιου του κυρίου Στακτόπουλου και προς την οικογένεια του. Δεν είναι πλέον εν ζωή, πλήρωσε ένα πολύ μεγάλο τίμημα, κατέστρεψαν την ζωή του, και κάτι που πρέπει να σημειωθεί εδώ είναι ότι την ίδια στιγμή που ο Στάλιν διοργάνωνε εικονικές δίκες όπου καταδικάστηκαν πολλά αθώα άτομα, η Δύση απέδειξε ότι ήταν εξίσου ικανή να παραβιάσει την δικαιοσύνη και τις βασικές αρχές μίας δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου της αθωότητας. Όλες αυτές οι αρχές προδόθηκαν στην υπόθεση Πολκ.
ΜΝ: Αυτό το βιβλίο αρχικά κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τι σας ενέπνευσε να γράψετε αυτό το βιβλίο, να κάνετε αυτή την έρευνα, και να παρουσιάσετε αυτή την υπόθεση;
ΚΜ: Πρώτον, ήμουν μεγάλη θαυμάστρια του δημοσιογράφου Τζωρτζ Πολκ. Πιστεύω στην αλήθεια, και μου αρέσει να εξερευνώ υποθέσεις που φέρεται να έχουν επιλυθεί αλλά που δεν στέκουν κάτω από πραγματικό έλεγχο. Δεν είχα κάποια ιδιαίτερη πολιτική προτίμηση, είμαι παιδί του Ψυχρού Πολέμου, μεγάλωσα στην κομμουνιστική Ουγγαρία, οι γονείς μου ήταν δημοσιογράφοι που είχαν φυλακιστεί από το κομμουνιστικό καθεστώς τότε, και δεν τους είχα δει για μερικά χρόνια όταν ήμουν παιδί. Αν μη τι άλλο, είχα μία κλήση κατά των κομμουνιστών, εξαιτίας αυτής της εμπειρίας. Ήμουν και εγώ πρόσφυγας, μαζί με τους γονείς μου, και αυτή ήταν η προσωπική μου προκατάληψη. Αλλά για μένα, η υπόθεση Πολκ απλά δεν έστεκε, και στη συνέχεια είχα την καλή τύχη να μάθω κάποιες πολύ σημαντικές πληροφορίες κατά την διάρκεια της έρευνας μου. Δεν έχω εξερευνήσει τίποτα άλλο με τόσο βάθος στη ζωή μου, και πρέπει να σας πω, όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη, και γνώριζα ήδη ποιοι ήταν οι πραγματικοί δολοφόνοι, η οργάνωση που διοργάνωσε την δολοφονία και το όνομα του εκτελεστή, αισθανόμουν φόβο, καθώς αν ήταν αυτοί οι άνθρωποι ικανοί να σκοτώσουν έναν δημοσιογράφο, τι θα τους σταματούσε να σκοτώσουν άλλον έναν; Αλλά πραγματικά χαίρομαι που έζησα και είχα την ευκαιρία να πω αυτή την ιστορία, και αισθάνομαι πολύ καλά που η πραγματική ιστορία του Πολκ τώρα έχει άλλη μία ευκαιρία να ακουστεί.
ΜΝ: Γράψατε στο βιβλίο σας ότι με την στήριξη που έδωσαν σε αυτή τη συγκεκριμένη δεξιά κυβέρνηση στην Ελλάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν ένα τέρας που γρήγορα θα μεγάλωνε και θα ήταν εκτός ελέγχου, ακόμα και από τους ίδιους. Μιλάμε για μία εποχή, τότε, στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Με ποίον τρόπο οδήγησε η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στη συνέχεια, αλλά και την ανάμειξη τους στην Ελλάδα στις επόμενες δεκαετίες;
ΚΜ: Ουσιαστικά ξεπουλήσαμε τις βασικές μας αρχές στην Ελλάδα συμμετέχοντας σε μία συγκάλυψη, και ήταν η πρώτη φορά που συνεργαστήκαμε τόσο βαθιά με μία τόσο διεφθαρμένη κυβέρνηση, αλλά δεν ήταν όμως η τελευταία. Επιμένω ότι ο δρόμος που χαράχθηκε στην Ελλάδα οδήγησε απευθείας στην εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ. Ήταν η εποχή που αρχίσαμε να θυσιάζουμε τα πάντα για το λεγόμενο συμφέρον εθνικής ασφάλειας μας, αλλά πιστεύω ότι μακροπρόθεσμα αυτή η πολιτική αποτελεί μία Φαουστική συμφωνία. Σίγουρα οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμφέροντα, αλλά πρέπει πάνω από όλα να μείνουν πιστές στις θεμελιώδεις αξίες τους.
ΜΝ: Κοιτάζοντας την σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, με μία πολύ βαθιά και έντονη οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα, με μία μη δημοφιλή κυβέρνηση που όμως έχει την στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ξένων δυνάμεων, με την ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς και την επανεμφάνιση του παλιού χάσματος αριστεράς-δεξιάς, πιστεύετε ότι έχουν αλλάξει, εν τέλει, πολλά στην Ελλάδα σε σχέση με την εποχή του Πολκ;
ΚΜ: Πιστεύω ότι η ιστορία του Τζωρτζ Πολκ είναι μία ιστορία ηθικής που θα έπρεπε να διαβάσουν όλοι οι Έλληνες σήμερα, μία ιστορία που παρουσιάζει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει κάποιος όταν ξεπουλά τις βασικές αρχές του για κάποιο βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος. Παρουσιάζει ένα πολύ σημαντικό δίδαγμα : το πως δεν πρέπει να κάνουμε τέτοιους συμβιβασμούς, είτε στην Ουάσινγκτον, είτε στην Αθήνα, γιατί στο τέλος, το τίμημα που θα πληρώσουμε είναι πολύ βαρύ.
ΜΝ: Κλείνοντας, το βιβλίο σας, “The Polk Conspiracy: Murder and Cover-Up in the case of CBS News Correspondent George Polk,” πρόσφατα επανακυκλοφόρησε, πλέον σε ηλεκτρονική μορφή, ως μέρος της σειράς βιβλίων Forbidden Bookshelf, ή απαγορευμένη βιβλιοθήκη. Πείτε μας για αυτή τη νέα έκδοση του βιβλίου αλλά και για την σειρά βιβλίων της απαγορευμένης βιβλιοθήκης.
ΚΜ: Είμαι πραγματικά πολύ ενθουσιασμένη για το γεγονός ότι το βιβλίο μου έχει μία δεύτερη ευκαιρία να κυκλοφορήσει υπό την αιγίδα της Απαγορευμένης Βιβλιοθήκης. Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο μου δεν απαγορεύθηκε ακριβώς, ήταν μπεστ σέλερ στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ο Μελ Γκίμπσον αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου για να το παρουσιάσει σαν κινηματογραφικό έργο, και ελπίζω ακόμα πως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε αυτή την ιστορία στην μεγάλη οθόνη. Δεν μπορώ να πω λοιπόν ότι το βιβλίο μου απαγορεύθηκε, εκτός από την Ελλάδα, και πιστεύω ότι αυτό είναι ντροπή, καθώς απαγορεύθηκε εξαιτίας της αγωγής που κατέθεσε εναντίων μου ο Αθανάσιος Τσαλδάρης στην δεκαετία του ’90. Είμαι ευγνώμων στο Forbidden Bookshelf για την επανακυκλοφορία του βιβλίου αλλά και για τις προσπάθειες που καταβάλλουν τώρα για να κυκλοφορήσει το βιβλίο μου στο ένα μέρος όπου ακόμα απαγορεύεται, στην Ελλάδα, όπου η δολοφονία αυτού του πολύ γενναίου Αμερικανού δημοσιογράφου έλαβε μέρος.
ΜΝ: Κάτι, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που πήρατε το χρόνο να μας μιλήσετε σήμερα εδώ στο Διάλογος Radio, και σας ευχαριστώ για την πολύ ενδιαφέρουσα παρουσία που μας έκανες για αυτή την τόσο σημαντική υπόθεση.
ΚΜ: Η χαρά ήταν δική μου Μιχάλη, και σας ευχαριστώ πολύ που μου δώσατε την ευκαιρία να παρουσιάσω το βιβλίο μου και αυτή την υπόθεση σε ένα νέο ακροατήριο.
Ζητούμε συγνώμη για τυχόν λάθη που έγιναν κατά τη διάρκεια απομαγνητοφώνησης της συνέντευξης.