Ακολουθεί το κείμενο της ραδιοφωνικής μας συνέντευξης με τον επίτιμο αντιπρόεδρο του Ιδρύματος Ωνάση Παύλο Ιωαννίδη, ο οποίος είναι ο συγγραφέας της αυτοβιογραφίας “Και Αν Δεν Είσαι, Θα Γίνεις”. Αυτή η συνέντευξη μεταδόθηκε στις 29 Μαρτίου-3 Απριλίου 2014. Μπορείτε να βρείτε και να κατεβάσετε το podcast της συνέντευξης εδώ.
ΜΝ: Μαζί μας σήμερα εδώ στο Διάλογος Radio είναι ο Παύλος Ιωαννίδης, ο επίτιμος αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Ωνάση και ο συγγραφέας του βιβλίου “Και αν δεν είσαι, θα γίνεις!,” μια αυτοβιογραφία για την ζωή του, ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια, αργότερα σαν μέλος της Αντίστασης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά σαν πιλότος στην Πολεμική Αεροπορία και στην Ολυμπιακή Αεροπορία, όπου γνώρισε και έγινε στενός φίλος και συνεργάτης του Αριστοτέλη Ωνάση και της οικογένειας του. Κύριε Ιωαννίδη, ευχαριστώ πολύ που βρεθήκατε μαζί μας σήμερα.
Είχατε γεννηθεί στην Γερμανία στην εποχή του μεσοπολέμου, αλλά σύντομα επέστρεψε η οικογένεια σας στην Ελλάδα, όπου μεγαλώσατε. Πείτε μας για τα πρώτα χρόνια σας στην Ελλάδα και για το πως αποφασίσατε να πάρετε μέρος στην Αντίσταση.
ΠΙ: Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε Ιατρική στη Γαλλία και στη συνέχεια πήγε στο Βερολίνο για μεταπτυχιακές σπουδές. Εκεί γεννήθηκα κι’ εγώ, αλλά, δυστυχώς, η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν 6 μηνών.
Ήμουν ερωτευμένος με τη θάλασσα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήθελα να φοιτήσω στη Σχολή Δοκίμων και να γίνω αξιωματικός του Ναυτικού. Μου ήταν αδιανόητο οτιδήποτε άλλο.
Περί το τέλος του 1942, βλέποντας τους Γερμανούς και Ιταλούς να κυκλοφορούν στην Αθήνα, ένοιωσα θυμό και αγανάκτηση και αποφάσισα ότι δεν είναι ώρα για σπουδές αλλά μόνο για δράση. Έτσι, έφυγα από το σπίτι μου και ανέβηκα στο βουνό τις πρώτες μέρες του 1943. Εκεί, έγινα μέλος του Ελληνικού Απελευθερωτικού Στρατού γνωστού ως ΕΛΑΣ και ειδικότερα της ομάδας του Νικηφόρου.
ΜΝ: Τον Οκτώβριο του 1943 γίνατε μέλος της βρετανικής Force 133, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε δύο μεγάλες στρατηγικές νίκες εναντίων των Γερμανών, όπου μάλιστα είχατε παίξει σπουδαίο ρόλο αλλά που όμως γνωρίζονται από πολύ λίγους σήμερα. Τι είχε γίνει τότε;
ΠΙ: Το πρώτο κλιμάκιο των Άγγλων αλεξιπτωτιστών της Force 133 έπεσε στον ορεινό όγκο της Γκιώνας στις 30 Οκτωβρίου 1942. Στις αρχές Νοεμβρίου, ένα βράδυ με πανσέληνο, έπεσε το δεύτερο κλιμάκιο των αλεξιπτωτιστών σε περιοχή που ήταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών του ΕΛΑΣ και του αρχηγού τους, Άρη Βελουχιώτη. Η αποστολή των Βρετανών κομάντος ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, με σκοπό τη διακοπή μιας από τις κύριες γραμμές ανεφοδιασμού της στρατιάς του Ρόμελ και την ανακοπή της προέλασης των Γερμανών και των Ιταλών στη Βόρεια Αφρική. Ο Άρης Βελουχιώτης, παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, δέχτηκε τελικά να λάβει μέρος στην επιχείρηση, η οποία καθορίστηκε για τα μεσάνυχτα της 25 Νοεμβρίου 1942.
Το εγχείρημα στέφθηκε από επιτυχία, η οποία ήταν αποτέλεσμα της καλής συνεργασίας και του ηρωισμού των αντιστασιακών οργανώσεων του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου γνωστού ως ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ, με αρχηγούς τον Ζέρβα και τον Βελουχιώτη, καθώς και των Βρετανών κομάντος της Force 133, υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Eddy Myers και του Ταγματάρχη Chris Woodhouse.
Επτά μήνες αργότερα, δηλαδή τον Ιούνιο του 1943, το Συμμαχικό Στρατηγείο αποφάσισε την ανατίναξη της γέφυρας του Ασωπού. Την περίοδο εκείνη η μετακίνηση των ανταρτών του Ζέρβα, δηλαδή του ΕΔΕΣ, ήταν αδύνατη, λόγω της εχθρικής στάσης και των ανταρτών του Βελουχιώτη, δηλαδή του ΕΛΑΣ εναντίον του, ο δε Βελουχιώτης τελικά αρνήθηκε να επιτρέψει τη συμμετοχή του ΕΛΑΣ. Κατόπιν αυτού, η ανατίναξη της γέφυρας το Ασωπού πραγματοποιήθηκε με επιτυχία τον Ιούνιο του 1943 από τον Νεοζηλανδό λοχαγό Don Stott, επικεφαλής πέντε Βρετανών κομάντος της Force 133.
Περί τα μέσα Φεβρουαρίου του 1944, βρισκόμουν στο Σταθμό του Ελικώνα. Τότε πήραμε εντολή από το Συμμαχικό Στρατηγείο, να μετακινηθεί μια ομάδα προς την Αθήνα, για να υποστηρίξουμε το φράγμα του Μαραθώνα, που είχαν υπονομεύσει οι Γερμανοί και που ήταν η κύρια πηγή υδροδότησης της Αθήνας. Από τη στιγμή εκείνη και μετά ήμουν υπό τiς διαταγές του Λοχαγού McIntyre και του υπολοχαγού Bob Morton, τους οποίους από δω και στο εξής θα αποκαλώ Mac και Bob χάριν συντομίας. Ο Mac με διέταξε να πάω στα Κούρκα και να επιλέξω ένα κατάλληλο σημείο στην περιοχή, για την εγκατάσταση του νέου μας σταθμού.
Έμεινα στα Κούρκα δύο μέρες και εντόπισα δύο γειτονικές σπηλιές που απείχαν μια ώρα περίπου από το χωριό και που θεώρησα κατάλληλες, δεδομένου ότι ήταν σχετικά άγνωστες στους ντόπιους. Πληροφόρησα τον Mac και τον Bob, οι οποίοι συμφώνησαν. Προς το τέλος Φεβρουαρίου ήρθε στο σταθμό του Ελικώνα ο Συνταγματάρχης Rufus Sheppard, που είχε την κωδική ονομασία “Captain John”, και ξεκινήσαμε για να εγκατασταθούμε στο νέο σταθμό στα Κούρκα. Η ομάδα αποτελείτο από τον Rufus Sheppard, τον Mac, τον Bob, έναν ασυρματιστή ονόματι Jack και 4 Έλληνες της Force 133, μεταξύ των οποίων και εγώ.
Φορτώσαμε τον οπλισμό μας και τον ασύρματο σ’ ένα φορτηγό και από πάνω τοποθετήσαμε ξύλα και σάκους με κάρβουνο για να αποθαρρύνουμε ενδεχόμενη εκφόρτωση και έρευνα από τους Γερμανούς.
Πριν ξεκινήσουμε ο Sheppard μου έδωσε μία πλατιά ζώνη, παραγεμισμένη με χρυσές λίρες, την οποία φόρεσα στη μέση μου. Είχαμε φθάσει κάπου 17 χλμ. έξω από τη Θήβα. Στα αριστερά μας υπήρχαν δύο χωριά, το Ερημόκαστρο και το Καρκαβέλη, πάνω σε γειτονικούς λόφους. Στο σημείο αυτό είχαν στήσει μπλόκο οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί στρατιώτες μας σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου, μας κατέβασαν από το φορτηγό και μας διέταξαν ν’ ανέβουμε στο χωριό για έλεγχο. Τους είπα ότι πηγαίνουμε στην Αθήνα και βιαζόμαστε να φθάσουμε πριν την έναρξη απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Είπαν ότι, κάποιος από μας, μπορούσε να μείνει με το φορτηγό. Τότε ο Sheppard μου ψιθύρισε : «Μείνε εσύ. Αν μας συλλάβουν προσπάθησε να δραπετεύσεις με το φορτηγό, για να μη βρουν τα όπλα και τον ασύρματο». Εξ άλλου είχα και τη ζώνη με τις λίρες! Ένας στρατιώτης συνόδεψε την ομάδα στο χωριό με προτεταμένο όπλο. Ο δρόμος είχε καλή ορατότητα και ήμουν σε θέση να παρακολουθώ τις κινήσεις τους μέχρι να φθάσουν στο χωριό.
Μόλις έφυγαν οι άλλοι, πλησίασα τους στρατιώτες και τους είπα ότι έχω γεννηθεί στη Γερμανία. Με κοίταξαν ειρωνικά και, φυσικά, δεν με πίστεψαν. Τότε, έβγαλα και τους έδειξα το πιστοποιητικό γεννήσεως. Έτσι τα πράγματα χαλάρωσαν και έγιναν πιο φιλικοί. Ύστερα από 40 περίπου λεπτά, είδα να πλησιάζει ένα αυτοκίνητο με δύο Γερμανούς αξιωματικούς. Σταμάτησαν και μίλησαν στους στρατιώτες. Υπολόγισα ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν την ομάδα μας και να επιταχύνω την αναχώρησή μας. Τους πλησίασα, επιδεικνύοντας το πιστοποιητικό γεννήσεως, και τους είπα :
«Θα μπορούσατε, σας παρακαλώ, να κάνετε τον έλεγχο των επιβατών μας γιατί θα έχουμε πρόβλημα να φτάσουμε στην Αθήνα πριν την έναρξη απαγόρευσης της κυκλοφορίας».
Ήταν ευγενικοί, αλλά δεν μου απάντησαν, και ξεκίνησαν για το χωριό. Είχα τα μάτια μου κολλημένα στο λόφο, ώστε αν έβλεπα κάποια ύποπτη κίνηση να έμπαινα στο φορτηγό και να προσπαθούσα να διαφύγω. Δεν πέρασαν ούτε 20 λεπτά, όταν διέκρινα μια ομάδα ανθρώπων να κατηφορίζει. Ήταν οι δικοί μας. Μου είπαν αργότερα ότι όταν ανέβηκαν οι δύο αξιωματικοί, τους έκαναν δυο-τρεις τυπικές ερωτήσεις και τους άφησαν να φύγουν. Ο Sheppard και οι άλλοι Εγγλέζοι είχαν παραμείνει σιωπηλοί. Το υπόλοιπο ταξίδι μας προς τα Κιούρκα κύλησε ομαλά.
Εγκατασταθήκαμε στο νέο μας σταθμό και ενημερώσαμε το Συμμαχικό Στρατηγείο σχετικά με τη νέα μας θέση. Το επόμενο πρωί κατεβήκαμε στην Αθήνα, συνόδευσα τον Sheppard στο σπίτι της “Pat” στην οδό Ακαδημίας 4. (“Pat” ήταν η κωδική ονομασία του συνδέσμου μας με τη Force 133). Του έδωσα τη ζώνη με τις λίρες και επέστρεψα στο νέο μας σταθμό που του είχε δοθεί η κωδική ονομασία “Heaven Station”.
Τις επόμενες μέρες κατοπτεύσαμε την περιοχή πολύ προσεκτικά, προσπαθώντας να βρούμε τον πλέον κατάλληλο τρόπο να προσεγγίσουμε το φράγμα του Μαραθώνα. Δεδομένου ότι είμαστε πολύ κοντά στην Αθήνα, ο σταθμός μας ήταν πολύ πιθανόν να εντοπισθεί από τους Γερμανούς, επειδή διέθεταν επίγεια και εναέρια μέσα επιτήρησης. Πράγματι είδαμε, ύστερα από 2-3 εβδομάδες, αυτοκίνητα με ραδιογωνιόμετρα κοντά στο χωριό, καθώς και αεροπλάνα YU-52 που πετούσαν πάνω από την περιοχή. Μια μέρα, περί τα μέσα Απριλίου, πήγαμε στο χωριό χαράματα με τον Βασίλη Ρεμούνδο για να πιούμε λίγο ζεστό τσάι του βουνού. Εκεί που καθόμασταν, ήρθε ένα μικρό αγόρι και μας είπε :
«Οι Γερμανοί ανεβαίνουν στο χωριό».
Πεταχτήκαμε έξω και είδαμε μια φάλαγγα από Γερμανούς στρατιώτες, καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά, να μπαίνουν στο χωριό και να ανεβαίνουν προς το ψηλότερο σημείο του. Χωθήκαμε στη ρεματιά και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το λόφο τρέχοντας, ανάμεσα από βράχια και ρυάκια, προσπαθώντας να προλάβουμε να περάσουμε ένα σημείο που ήταν εκτεθειμένο, πριν φτάσουν οι Γερμανοί στην κορυφή. Ευτυχώς, καταφέραμε να τους ξεφύγουμε. Παρακολουθούσαμε τις κινήσεις τους προσεκτικά όλη την ημέρα. Έφυγαν το απόγευμα χωρίς να πλησιάσουν στην περιοχή μας.
Κατά τα μέσα Μαΐου του 1944 πήραμε διαταγή από το Συμμαχικό Στρατηγείο του Καΐρου να φύγουμε από την Ελλάδα, μέσω Τουρκίας, και να παρουσιαστούμε στο Κάιρο.
Η διαταγή αφορούσε τον McIntyre, τον Bob Morton, τον Βασίλη Ρεμούνδο και εμένα. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα απογίνει με το φράγμα του Μαραθώνα. Ρώτησα τον Mac αλλά απάντηση δεν πήρα. Και εξακολουθούσα να απορώ τι θα γίνει, δεδομένου ότι η βασική ομάδα του “Σταθμού Heaven” δεν επρόκειτο να αντικατασταθεί. Έμαθα την απάντηση 62 χρόνια αργότερα. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2006, είχα τη χαρά και την τύχη να συναντήσω ένα συμπολεμιστή μου από τη Force 133, ο οποίος μου αποκάλυψε ότι o Rufus Sheppard είχε κάνει μυστική συμφωνία με έναν ανώτερο Γερμανό αξιωματικό, σύμφωνα με την οποία δόθηκε η εγγύηση για την αναίμακτη αποχώρηση των Γερμανών από την Αττική, με αντάλλαγμα την αφαίρεση των εκρηκτικών από το φράγμα του Μαραθώνα. Ειδικότερα, ο φίλος μου μου είπε ότι πρέπει να ήταν η πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου του 1944, όταν ο Mac του ζήτησε να συνοδεύσει τον Sheppard στο κτήριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στην οδό Πανεπιστημίου όπου βρισκόταν το γραφείο του Γερμανού αξιωματικού. Είπε στον φίλο μου να τον περιμένει κάπου κοντά και μετά να φύγουν από δρόμους μικρής κυκλοφορίας, ώστε να βεβαιωθούν ότι δεν τους παρακολουθούν.
Η συμφωνία υπεγράφη και όλα πήγαν ομαλά. Λίγες μέρες αργότερα, ο λοχαγός Ταμβακάς, μέλος της Force 133, πήγε στο φράγμα και διαπίστωσε την αφαίρεση των εκρηκτικών.
Η διάσωση του φράγματος του Μαραθώνα ήταν πρωταρχικής σημασίας για την επιβίωση των κατοίκων του λεκανοπεδίου της Αττικής. Θα με ρωτήσετε τώρα, πώς κανονίστηκε αυτή η σημαντική συνάντηση που έσωσε το φράγμα;
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο λοχαγός McIntyre γνώρισε τη Νίκη Ράλλη, κόρη του τότε πρωθυπουργού Ιωάννου Ράλλη. Αναπτύχθηκε μεταξύ τους μία στενή φιλία που κατέληξε σε γάμο μετά το τέλος του πολέμου. Παρά το γεγονός ότι η ταυτότητα του προσώπου που μεσολάβησε για να κανονιστεί αυτή η συνάντηση, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, εγώ πιστεύω ότι κανονίστηκε από τη Νίκη Ράλλη και τον πατέρα της Ιωάννη Ράλλη, πρωθυπουργό την εποχή εκείνη. Η εξήγηση αυτή είναι αληθοφανής, λόγω των αναμφισβήτητων και συγκεκριμένων διασυνδέσεων.
Παρόλα ταύτα, κανένας δε θα μπορούσε να είναι σίγουρος ότι οι Γερμανοί θα τηρούσαν τη συμφωνία και δεν θα ανατίναζαν το φράγμα την τελευταία στιγμή ή ακόμα και μετά την αποχώρησή τους από την Αττική, η οποία έγινε στις 12 Οκτωβρίου 1944.
Απόδειξη για τον προβληματισμό αυτόν αποτελεί το γεγονός ότι τα ξημερώματα της 12ης Οκτωβρίου 1944 ένας στόλος από 12 ναρκαλιευτικά αγκυροβόλησε στα ανοιχτά του Σαρωνικού Κόλπου. Αποστολή τους ήταν να καθαρίσουν τη θαλάσσια δίοδο προς το λιμάνι του Πειραιά από τις γερμανικές νάρκες. Η επιχείρηση αυτή είχε την κωδική ονομασία «ΜΑΝΝΑ» και εκτελέστηκε με επιτυχία. Δυστυχώς, πέντε ναρκαλιευτικά, καθώς και ένα τάνκερ με το όνομα «PETRONELA», ανατινάχθηκαν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Το «PETRONELA» ήταν φορτωμένο με δέκα χιλιάδες τόνους νερού, για την αντιμετώπιση της περίπτωσης που οι Γερμανοί δεν θα κρατούσαν το λόγο τους και θα ανατίναζαν το φράγμα του Μαραθώνα.
ΜΝ: Στη συνέχεια γίνατε πιλότος, και μετά από την εκπαίδευση σας με τους Βρετανούς, γίνατε μέλος της Ελληνικής πολεμικής αεροπορίας. Ο τίτλος του βιβλίου σας, “Και αν δεν είσαι, θα γίνεις” παραπέμπει στην ιστορία για το πως ακριβώς γίνατε τελικά πιλότος. Ήταν το πεπρωμένο σας;
ΠΙ: Πολύ εύστοχη ερώτηση. Όταν πήραμε τη διαταγή, μέσα Μαΐου του 1944, να φύγουμε από την Ελλάδα μέσω Τουρκίας και να παρουσιαστούμε στο Συμμαχικό Στρατηγείο του Καΐρου, o Mac και ο Bob μου ανέθεσαν να οργανώσω τη διαφυγή μας.
Ύστερα από προσεχτική έρευνα, συνάντησα τον καπετάν Μάνθο που είχε το κατάλληλο μέσο και ήταν πρόθυμος να μας μεταφέρει στην Τουρκία. Θα αναχωρούσαμε από την Ανάβυσσο τα μεσάνυχτα της 15ης Ιουνίου 1944.
Το πρωί της 14ης Ιουνίου αναχωρήσαμε και οι 4 από τα Κιούρκα με ένα φορτηγό που εκτελούσε μεταφορές προς την Αθήνα. Είμαστε συνολικά 15 επιβάτες στο πίσω μέρος του φορτηγού. Όταν φτάσαμε στην Εκάλη, 16 περίπου χιλιόμετρα βορείως της Αθήνας, μας σταμάτησε ένα γερμανικό μπλόκο. Ο επικεφαλής αξιωματικός, αφού μας κοίταξε όλους προσεκτικά, διέταξε τον Mac, τον Bob κι’ εμένα να κατέβουμε απ’ το φορτηγό. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πρόφτασα να πω στον Βασίλη να μας περιμένει στη Νέα Ερυθραία μέχρι το επόμενο πρωί και αν δεν εμφανιζόμασταν, να ειδοποιούσε σχετικά την “Pat” και να έφευγε μόνος του, σύμφωνα με το σχέδιο.
Επρόκειτο να διανυκτερεύσουμε σ’ ένα φιλικό σπίτι στη Νέα Ερυθραία που μόνο ο Βασίλης γνώριζε που βρίσκεται. Κοιταζόμασταν μεταξύ μας προσπαθώντας να καταλάβουμε τι είχε συμβεί. Τελικά μας οδήγησαν σ’ ένα μεγάλο οικόπεδο, όπου υπήρχαν και άλλοι άντρες, και μας διέταξαν να το περιφράξουμε.
Τελικά μας άφησαν να φύγουμε το απόγευμα και κατηφορίσαμε προς τη Νέα Ερυθραία. Δεν μπορώ να περιγράψω τη χαρά και την ανακούφισή μας όταν είδαμε τον Βασίλη. Περάσαμε τη νύχτα στο σπίτι που μας οδήγησε ο Βασίλης. Το επόμενο πρωί μας φτιάξανε ένα καφέ από ….. ρεβίθια – μόνο καφές δεν ήταν. Η ηλικιωμένη σπιτονοικοκυρά, επέμενε να διαβάσει το φλιτζάνι και να μας πει τη μοίρα μας. Πρώτα είπε τα μελλούμενα στον Mac και τον Bob, Ύστερα γύρισε σ’ εμένα, παρόλο που δεν είχα δείξει κανένα ενδιαφέρον για την τύχη μου, και μου είπε, με επιτακτικό τόνο:
«Δώσε μου το φλιτζάνι σου».
Της το έδωσα, το αναποδογύρισε, το έστριψε δεξιά κι’ αριστερά και μου ανακοίνωσε με πολύ σοβαρό ύφος:
«Εσύ είσαι αεροπόρος».
Τη διαβεβαίωσα ότι δεν ήμουν. Εκείνη επέμενε, παρά τις αντιρρήσεις μου. Και κάποια στιγμή, ενοχλημένη από την επιμονή μου, μου είπε:
«Εντάξει! Κι αν δεν είσαι, θα γίνεις!».
Επειδή αυτή η σκέψη δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου, δεν έδωσα την παραμικρή σημασία στην πρόβλεψή της σχετικά με το μέλλον μου.
Την επόμενη ημέρα, αργά το απόγευμα, ο σύνδεσμος του καπετάν Μάνθου, μας οδήγησε σε μια σπηλιά κοντά στην Ανάβυσσο. Περιμέναμε μέχρι τα μεσάνυχτα και κατεβήκαμε στην παραλία. Μόλις ήρθε το καΐκι, επιβιβαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Περάσαμε τα στενά μεταξύ Άνδρου και Τήνου, οπότε είδαμε να μας πλησιάζει ένα γερμανικό περιπολικό. Σταμάτησε δίπλα μας και ζήτησε από τον καπετάν Μάνθο τα χαρτιά του. Ήταν μαζί μας και μία νεαρή Γερμανίδα, παντρεμένη με Έλληνα, ονόματι Βεργωτή. Τους μίλησε γερμανικά και μπήκα κι’ εγώ στη συζήτηση, δείχνοντας και το πιστοποιητικό γέννησής μου. Τελικά μας άφησαν να φύγουμε. Δύο μίλια περίπου πριν τις τουρκικές ακτές, μας σώθηκαν τα καύσιμα. Αρχίσαμε να κωπηλατούμε και αποβιβαστήκαμε στα Άσπρα Χώματα, έξω από το Τσεσμέ. Εμφανίστηκαν Τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι μας έθεσαν υπό κράτηση. Ο Mac και ο Bob γύρισαν και μας είπαν :
«Καλύτερα να μην τους πείτε ότι είσαστε μαζί μας».
Εκείνοι δήλωσαν ότι είναι Βρετανοί και οι αρχές τους πήραν χωριστά. Τους υπόλοιπους μας οδήγησαν σ’ ένα άθλιο περιφραγμένο κατάλυμα και δεν μας επέτρεπαν να φύγουμε. Ύστερα από λίγες ημέρες καταφέραμε να έλθουμε σε επαφή με το αγγλικό προξενείο στη Σμύρνη και τους αναφέραμε την ιδιότητά μας. Την επόμενη ημέρα, ένας Βρετανός διπλωμάτης μας έφερε ταξιδιωτικά έγγραφα τα οποία, απ’ ότι κατάλαβα, ήταν ένα είδος διπλωματικού διαβατηρίου και μας πήγε στη Σμύρνη.
Μετά από δύο ημέρες επιβιβαστήκαμε στο τραίνο με προορισμό το Χαλέπι της Συρίας, όπου, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, συνάντησα τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον μετέπειτα Πρόεδρο Δημοκρατίας της Ελλάδας. Του είπα ποιος είμαι, δεδομένου ότι γνώριζε την οικογένειά μου. Μετά από 24 ώρες φθάσαμε στο Χαλέπι. Εκεί μας οδήγησαν σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως προσφύγων. Οι Εγγλέζοι πήραν τον Βασίλη κι’ εμένα μ’ ένα μικρό στρατιωτικό όχημα και, αφού διανυκτερεύσαμε στη Χάιφα, φθάσαμε στο Κάιρο την επόμενη ημέρα. Πριν φύγουμε, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος μου έδωσε ένα σημείωμα για τον αδελφό του Θεμιστοκλή, ο οποίος ήταν υπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στο Κάιρο. Μου είπαν ότι μπορούσα να βρω τον Θεμιστοκλή Τσάτσο στο ξενοδοχείο Sheppard’s. Πράγματι πήγα και του έδωσα το σημείωμα. Μαζί του ήταν ένας φίλος του πατέρα μου, ο εν αποστρατεία Ναύαρχος Μαλάμος. Έτσι βρήκα την ευκαιρία να του μιλήσω και να του ζητήσω να με βοηθήσει να πάω στη Σχολή Δοκίμων που λειτουργούσε στην Αλεξάνδρεια.
«Θα δω τι μπορώ να κάνω», μου είπε.
Φαντάζεστε τον ενθουσιασμό μου και την αγωνία μου, όταν επέστρεψα να τον δω σε δύο ημέρες.
«Δυστυχώς, δεν μπορεί να γίνει τίποτα», μου είπε «γιατί δεν είναι η εποχή που δέχονται νέους δοκίμους».
Αισθάνθηκα να ανοίγει η γη κάτω από τα πόδια μου, έτοιμη να με καταπιεί. Το όνειρό μου χανόταν για πάντα. Ο Ναύαρχος με σύστησε στους δύο άλλους κυρίους που ήταν μαζί του. Τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Πέτρο Ράλλη. Όταν ο Ράλλης είδε πόσο αναστατώθηκα επειδή δεν μπορούσα να πάω στο Ναυτικό, μου είπε:
«Σ’ ενδιαφέρει να πας στην Αεροπορία;»
Ήταν τέτοια η έκπληξή μου που του απάντησα: «Μα τι να κάνω στην Αεροπορία;»
«Να γίνεις αεροπόρος», μου είπε.
Δεν του απάντησα. Η Αεροπορία ήταν το τελευταίο πράγμα που θα περνούσε από το μυαλό μου.
«Σκέψου το», μου ξαναείπε «και αν ενδιαφέρεσαι, έλα στο γραφείο μου να με δεις».
Πριν τους καληνυχτίσω, ρώτησα το Ναύαρχο Μαλάμο ποιος ήταν αυτός ο κύριος και που μπορούσα να τον συναντήσω.
«Είναι ο Πέτρος Ράλλης, ο Υπουργός της Αεροπορίας», μου είπε.
Εκείνη τη στιγμή ήρθαν στο μυαλό μου τα λόγια της ηλικιωμένης γυναίκας απ’ τη Νέα Ερυθραία, που διάβασε το φλιτζάνι μου και μου δήλωσε κατηγορηματικά, «Κι αν δεν είσαι αεροπόρος, θα γίνεις!».
Μπορούσε αυτό να συμβαίνει στ’ αλήθεια αναρωτήθηκα, και έφυγα αρκετά απογοητευμένος και βαθιά προβληματισμένος.
Έτσι, μια και δεν υπήρχαν άλλες προοπτικές, αποφάσισα τελικά να δεχθώ την προσφορά του Πέτρου Ράλλη και κατετάγην στην Αεροπορία στις 6 Σεπτεμβρίου 1944.
«Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»
ΜΝ: Για ποιο λόγο επιστρέψατε τα δύο μετάλλια που σας είχε απονείμει ο Βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ` της Αγγλίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;
ΠΙ: Μετά το τέλος του πολέμου, ο βασιλεύς της Αγγλίας Γεώργιος ο VI μου απένειμε, επ’ ανδραγαθία, το “King’s Medal for Courage”. Μου απενεμήθη επίσης Δίπλωμα Τιμής από το Στρατάρχη Λόρδο Αλεξάντερ, για τις υπηρεσίες μου προς τον συμμαχικό αγώνα.
Το πρωί της 10ης Μαΐου του 1956 άκουσα στο ραδιόφωνο ότι οι Άγγλοι εκτέλεσαν με απαγχονισμό στην Κύπρο τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου. Την ίδια μέρα επέστρεψα τις διακρίσεις μου στον Άγγλο Πρέσβη στην Αθήνα, Charles Peak, με επιστολή στην οποία ανέφερα ότι οι κύπριοι πατριώτες πολεμούσαν για τα ίδια ιδανικά που αγωνίστηκα κι’ εγώ. Εγώ παρασημοφορήθηκα, αλλά εκείνοι εκτελέστηκαν, και ότι κατόπιν αυτού θεωρούσα πλέον τις διακρίσεις αυτές στερούμενες οιασδήποτε αξίας.
ΜΝ: Μετά την πολεμική αεροπορία γίνατε πιλότος στην πολιτική αεροπορία, στις δύσκολες πρώτες εποχές της αεροπλοΐας στην Ελλάδα. Πείτε μας για αυτήν την δύσκολη εποχή και για τις συνθήκες που οδήγησαν τον Αριστοτέλη Ωνάση να ιδρύσει την Ολυμπιακή Αεροπορία.
ΠΙ: Η πρώτη ιδιωτική μεταπολεμική αεροπορική εταιρεία στην Ελλάδα ήταν η Τ.Α.Ε. (Τεχνικές Αεροπορικές Εκμεταλλεύσεις) που ιδρύθηκε το 1946. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, η εταιρεία άρχισε τη εκτέλεση δρομολογίων εσωτερικού. Το 1947 η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να παραχωρήσει την άδεια για την ίδρυση και λειτουργία άλλων τριών αεροπορικών εταιρειών, με τα αυτά προνόμια. Αυτή η απόφαση, όμως, λειτούργησε ανασταλτικά για την ανάπτυξη όχι μόνο της ΤΑΕ, αλλά και των υπολοίπων τριών αεροπορικών εταιρειών, δεδομένου ότι η ελληνική αγορά δεν «σήκωνε» περισσότερες της μίας εταιρείας. Τελικά η ΤΑΕ έφθασε στο χείλος της χρεωκοπίας και την ανέλαβε το Δημόσιο. Οι άλλες τρεις εταιρείες σταμάτησαν να λειτουργούν.
Το 1956, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, προσκάλεσε τον Αριστοτέλη Ωνάση και τον Σταύρο Νιάρχο να επενδύσουν στην Ελλάδα, για την ανάπτυξη των τομέων των αερομεταφορών και της ναυτιλίας. Τελικά ο Ωνάσης διάλεξε την ΤΑΕ, την οποία μετονόμασε σε Ολυμπιακή Αεροπορία, και ο Νιάρχος ανέλαβε τα Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, σαν οραματιστής, προσελκύστηκε από την ιδέα της αεροπορίας. Ο τομέας αυτός ήταν νέος και προκλητικός για το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Ο στόχος του για την Ολυμπιακή ήταν να επαναλάβει εκείνο που είχε πετύχει με το στόλο των εμπορικών του πλοίων, που διέσχιζαν τους ωκεανούς με τους ολυμπιακούς κύκλους στην τσιμινιέρα τους. Και πράγματι, ευτύχησε να δει τα φτερά της Ολυμπιακής με τα χρώματα της εταιρείας του να διασχίζουν τους αιθέρες και των πέντε ηπείρων και να κερδίζει το σεβασμό των ανταγωνιστών της και την εμπιστοσύνη και εκτίμηση των επιβατών. Το μότο της εταιρείας ήταν «ασφάλεια, άνεση των επιβατών, οικονομία», με αυτή τη σειρά προτεραιότητας. Το αεροπλάνο αντανακλούσε την εικόνα της Ελλάδας. Η συμπεριφορά του πληρώματος έπρεπε να αποπνέει την ελληνική φιλοξενία. Ήταν πολύ περήφανος για το επίτευγμά του.
ΜΝ: Μιλάμε με τον Παύλο Ιωαννίδη, τον επίτιμο αντιπρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Ωνάση και ο συγγραφέας του βιβλίου “Και αν δεν είσαι, θα γίνεις.” Κύριε Ιωαννίδη, έχοντας γίνει στέλεχος της Ολυμπιακής, δημιουργήσατε στη συνέχεια μια πολύ στενή επαγγελματική σχέση αλλά και φιλία με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Πείτε μας μερικά λόγια για την σχέση που είχατε με τον Αριστοτέλη Ωνάση αλλά και την οικογένεια του.
ΠΙ: Η σχέση μου με τον Αριστοτέλη Ωνάση βασιζόταν στην τιμιότητα, στην αφοσίωση, στην ικανότητα διαχειρίσεως δύσκολων καταστάσεων, στο θάρρος που είχα να λέω πάντα τη γνώμη μου και να μη συμφωνώ μαζί του απλά για να του είμαι ευχάριστος.
Εκτίμησε αυτή τη στάση εκ μέρους μου, όταν διαπίστωσε πως ο,τιδήποτε του έλεγα ήταν λογικό, είχε αποκλειστικό σκοπό το καλό της εταιρείας και δεν υποκινείτο από προσωπικά οφέλη ή επιδιώξεις. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Αλέξανδρο και τη Χριστίνα. Πλέον αυτού, με τον Αλέξανδρο μας ένωνε και η κοινή μας αγάπη για το αεροπλάνο. Μετά το θάνατο του πατέρα της, η Χριστίνα κατάλαβε ότι μπορεί να βασίζεται επάνω μου για βοήθεια και συμβουλές, τις οποίες βέβαια εκτιμούσε πάντοτε, αλλά σπάνια ακολουθούσε, τουλάχιστον απ’ την αρχή. Είχε την ίδια ηλικία με την κόρη μου και η σχέση μας ήταν ανάλογη. Εκτός απ’ αυτά όμως, ξέρω ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης είχε μιλήσει για μένα και στα δύο του παιδιά.
ΜΝ: Από όλες τις αναμνήσεις σας με τον Αριστοτέλη Ωνάση, έχετε μία ανάμνηση που για εσάς ξεχωρίζει από όλες τις υπόλοιπες;
ΠΙ: Ναι, πράγματι υπάρχει μία. Από το 1968 διετέλεσα Διευθυντής Πτητικής Εκμετάλλευσης και Αρχιχειριστής της Ολυμπιακής. Κάποια μέρα, περί τα τέλη Απριλίου 1971, ο Ωνάσης μου ζήτησε να πάω στο σπίτι του. Πήγα και τον περίμενα στο σαλόνι μαζί με τον Κώστα Κονιαλίδη, εξάδελφό του και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας. Ήρθε και ο Ωνάσης ύστερα από λίγο και μου είπε ότι έπρεπε να αλλάξει τον Γενικό Διευθυντή της εταιρείας λόγω ορισμένων προβλημάτων που είχαν ανακύψει και χωρίς περιστροφές πρόσθεσε: «Θέλω να γίνεις εσύ Γενικός διευθυντής».
Ομολογώ ότι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω. Αφού τον ευχαρίστησα για την πρότασή του, του είπα:
«Δεν νομίζω ότι είμαι έτοιμος ν’ αναλάβω αυτή τη θέση, κύριε Ωνάση».
Με αντέκρουσε αμέσως, λέγοντάς μου: «Ξέρεις τα θέματα που αφορούν τις υπηρεσίες του αεροδρομίου, τα τεχνικά, την εξυπηρέτηση επιβατών και την πτητική εκμετάλλευση. Τι άλλο θέλεις;»
Του επανέλαβα ότι χρειάζομαι περισσότερο χρόνο για να ενημερωθώ. Στο τέλος μου είπε: «Θέλω να το σκεφθείς σοβαρά. Θα τα ξαναπούμε γρήγορα».
Έφυγα προβληματισμένος για το πώς έπρεπε να αντιδράσω και τι να κάνω. Συζήτησα το θέμα με τον Κονιαλίδη, ο οποίος μου δήλωσε απερίφραστα:
«Παύλο, εγώ δεν σε θέλω Γενικό διευθυντή. Ο Αρίστος σε θέλει!» Δεν του απήντησα. Τι να έλεγα, άλλωστε;
Το θέμα αυτό δεν το ανέφερα ποτέ στον Ωνάση. Ο Ωνάσης έφυγε για κάποιο ταξίδι και όταν επέστρεψε, σταμάτησε στο γραφείο μου και μου ζήτησε να πάω σπίτι του για φαγητό την επομένη το μεσημέρι.
Δεν κοιμήθηκα καλά εκείνο το βράδυ. Ξυπνούσα τη νύχτα και σκεφτόμουν την προσφορά του Ωνάση, αλλά και τα λόγια του Κονιαλίδη.
Πήγα στο σπίτι του Ωνάση την επομένη ημέρα. Ο Ωνάσης άρχισε να μου μιλάει για την ανάπτυξη της εταιρείας και τα μελλοντικά του σχέδια, όπως νέα δρομολόγια προς την Αυστραλία, την Ιαπωνία και για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εταιρεία με τα πληρώματα. Μου μιλούσε με τέτοιο τρόπο λες και ήμουν ήδη ο Γενικός Διευθυντής. Ένοιωσα πάρα πολύ άσχημα. Στο τέλος μου είπε:
«Θα λείψω για λίγο, και όταν γυρίσω θα τα ξαναπούμε. Άρχισα να αισθάνομαι ότι, λίγο-πολύ, φέρομαι σαν πριμαντόνα και πράγματι ένοιωσα ντροπή.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης επέστρεψε στην Αθήνα στο τέλος Ιουνίου. Όταν συναντηθήκαμε με ρώτησε:
«Πήρες την απόφασή σου;»
«Μάλιστα, κύριε Ωνάση» του απάντησα. «Σας ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη σας».
Την επόμενη ημέρα ο Ωνάσης έφυγε και πάλι στο εξωτερικό. Για μένα όμως άρχιζαν οι δυσκολίες. Πήγα στα κεντρικά γραφεία της Ολυμπιακής για πρώτη φορά με την ιδιότητα του Γεν. Διευθυντή στις 5 Ιουλίου του 1971, αλλά δεν υπήρχε καν γραφείο για να καθίσω. Απίστευτο και όμως αληθινό!
Έτσι εγκαταστάθηκα στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε το Διοικητικό Συμβούλιο. Τότε ξαναθυμήθηκα τα λόγια του Κονιαλίδη: «Παύλο, εγώ δεν σε θέλω για Γενικό Διευθυντή. Ο Αρίστος σε θέλει». Δεν μπορούσαν να καταπιούν το γεγονός ότι ένας πιλότος είχε γίνει γενικός διευθυντής της εταιρείας Προφανώς πίστευαν ότι θα θύμωνα και θα έφευγα. Αλλά δεν τους έδωσα αυτή την ικανοποίηση.
Είχαν περάσει δύο βδομάδες, όταν μια μέρα έκανε την εμφάνισή του ο Ωνάσης στην αίθουσα συμβουλίου.
«Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε «Θα κάνεις κανένα συμβούλιο;»
«Όχι, κύριε Ωνάση» του απάντησα «Εδώ είναι το γραφείο μου. Δεν υπήρχε άλλο διαθέσιμο γραφείο για μένα».
Έγινε έξαλλος και σε χρόνο μηδέν μου παραχωρήθηκε γραφείο.
«Κατά τα άλλα, πώς τα πας;» με ρώτησε.
«Είναι πολύ νωρίς ακόμη, κύριε Ωνάση « του είπα. «Ύστερα από ένα χρόνο θα έρθω να σας δω, όπου κι’ αν ευρίσκεστε».
Ήταν τέλη Αυγούστου του 1972 και είχαν περάσει 14 μήνες από τότε που ανέλαβα Γεν. Διευθυντής. Είχε έρθει η ώρα να πάω να τον δω. Ήταν στο Λονδίνο και του τηλεφώνησα.
«Συμβαίνει τίποτα;» με ρώτησε.
«Όχι» του απάντησα. «Όπως σας είχα υποσχεθεί, θέλω να έρθω να σας δω».
«Εντάξει» μου είπε «Έλα την Τετάρτη το απόγευμα στο ξενοδοχείο Claridge’s”.
Όταν συναντηθήκαμε, τον ενημέρωσα για όλα όσα είχαν συμβεί σ’ αυτό το διάστημα, καθώς και για τα διάφορα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζα κατά τη συνεργασία μου με τον Κώστα Κονιαλίδη και μερικά άλλα διευθυντικά στελέχη. Εκείνο που του τόνισα επανειλημμένα, τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και μετά το τέλος της συνομιλίας μας, ήταν ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει ελεύθερα οτιδήποτε από αυτά που του είχα πει, και εάν κάποιος του έλεγε κάτι διαφορετικό, μπορούσε να με φωνάξει για να τα επαναλάβω παρουσία του.
Όταν τελειώσαμε με ρώτησε για την οικογένειά μου και πρόσθεσε: «Τι θα κάνεις απόψε;»
«Αν δε με χρειάζεστε άλλο;» του απάντησα «σκοπεύω να επιστρέψω στην Αθήνα με τη νυχτερινή πτήση. Είπα στον κ. Κονιαλίδη, ότι αύριο το πρωί θα είμαι στο γραφείο».
Γύρισε και με κοίταξε με απορία. Μετά με ρώτησε: «Δηλαδή, θέλεις να μου πεις ότι ο Κώστας ξέρει ότι ήρθες να με δεις;»
«Φυσικά και το ξέρει, κύριε Ωνάση. Ποτέ δεν θα έκανα κάτι πίσω από την πλάτη του. Τον ενημέρωσα επίσης και για το τι επρόκειτο να σας πω.».
Με άκουσε προσεχτικά και ύστερα από λίγο μου είπε: «Άκουσέ με. Ο Θεός σου έδωσε ένα διαβατήριο: το να έχεις θάρρος. Κοίταξε να μην το χάσεις ποτέ».
«Μην ανησυχείτε, κύριε Ωνάση. Μ’ αυτό γεννήθηκα και μ’ αυτό θα πεθάνω» του είπα.
Σηκώθηκε, με χτύπησε στο ώμο και μου είπε: «Να’ σαι καλά και καλό ταξίδι».
ΜΝ: Στο βιβλίο σας αναφέρεστε και στην ιστορία της Αθηνάς Ωνάση και για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η ίδια αλλά και που αντιμετώπισε το Ίδρυμα Ωνάση από τον πατέρα της, ιδίως μετά από το θάνατο της μητέρας της, την Χριστίνα Ωνάση. Έχετε γνωρίσει παλαιότερα την Αθήνα…έχει διατηρήσει δεσμούς με την Ελλάδα αλλά και με το Ίδρυμα Ωνάση;
ΠΙ: Είδα την Αθηνά για πρώτη φορά στις 30 Ιανουαρίου 1985 στο Αμερικανικό Νοσοκομείο στο Παρίσι, μια μέρα μετά τη γέννησή της. Έκτοτε τη συνάντησα αρκετές φορές όσο ζούσε η Χριστίνα αλλά και μετά το θάνατό της. Την επισκεπτόμουν στην καινούργια της κατοικία στην Ελβετία αρκετές φορές και ειδικότερα στα γενέθλιά της.
Η γυναίκα μου κι’ εγώ περάσαμε μερικές μέρες μαζί της το καλοκαίρι το 1995 και 1996, όταν επισκεφθήκαμε το Σκορπιό για διακοπές με την καινούργια της οικογένεια.
Από κει και μετά δεν είχα την ευκαιρία να την ξαναδώ, παρά την επιθυμία μου, λόγω της διαμάχης με τον πατέρα της, ο οποίος προσπαθούσε με συνεχείς και ανήθικους τρόπους να καρπωθεί την περιουσία της ανήλικης κόρης του, έχοντας απέναντί του εμένα και τους συναδέλφους μου, που κάναμε ότι ήταν δυνατόν για να διαφυλάξουμε τα συμφέροντά της.
Δυστυχώς η Αθηνά έχει πλήρως αποκοπεί από τις ελληνικές ρίζες της και δεν έχει καμία επαφή ούτε μ’ εμένα προσωπικά ούτε και με το Ίδρυμα. Της έστειλα πρόσφατα την αγγλική έκδοση του βιβλίου μου και ελπίζω ότι θα το διαβάσει για να ενημερωθεί και να καταλάβει τις καταστάσεις και τις δύσκολες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν. Της εύχομαι με όλη μου την καρδιά να έχει πάντα υγεία, ευτυχία και όλα τα καλά στη ζωή της.
ΜΝ: Ο Σκορπιός, που ήταν το φημισμένο θέρετρο της οικογένειας Ωνάση, πωλήθηκε πέρυσι σε γνωστό Ρώσο μεγιστάνα. Είχατε πάει πολλές φορές στο παρελθόν στο Σκορπιό μαζί με μέλη της οικογένειας Ωνάση. Πως αισθανθήκατε μόλις μάθατε για την πώληση του νησιού;
ΠΙ: Είχα επισκεφθεί πολλές φορές το Σκορπιό. Τόσο επί εποχής Αριστοτέλη Ωνάση, όσο και αργότερα όταν το νησί περιήλθε στην ιδιοκτησία της Χριστίνας. Και οι δυο τους αγαπούσαν πολύ το νησί και είχαν άριστες σχέσεις με τους κατοίκους της περιοχής.
Μετά τον πρόωρο θάνατο της Χριστίνας το 1988, εξακολούθησα να έχω δεσμούς με το Σκορπιό, δεδομένου ότι ήμουν υπεύθυνος για την καλή λειτουργία και τη διαχείρισή του μέχρι το 1999, όταν ορίστηκαν νέοι διαχειριστές της περιουσίας της ανήλικης κόρης της Χριστίνας.
Η πώληση του Σκορπιού προκάλεσε αισθήματα λύπης και απογοήτευσης όχι μόνο σ’ εμένα, αλλά και σε όλους τους Έλληνες. Αισθάνθηκα ότι χάθηκε κάτι δικό μας. Στο νησί βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίτσας όπου υπάρχουν οι τέσσερις τάφοι της οικογένειας. Ο τάφος του Αριστοτέλη, του Αλέξανδρου, της Χριστίνας και της ομογάλακτης αδελφής του Ωνάση, Αρτέμιδας Γαρουφαλίδη. Αυτό κάνει την απώλεια ακόμη πιο οδυνηρή. Παρ’ όλον ότι, βάσει της διαθήκης του Ωνάση, δεν είναι εφικτή η μεταβίβαση μιας εκτάσεως 30 στρεμμάτων, η οποία περιλαμβάνει και το εκκλησάκι με τους τάφους.
ΜΝ: Κλείνοντας, πείτε μας μερικά λόγια για το Ίδρυμα Ωνάση και για το έργα του, αλλά και για τις υποτροφίες που προσφέρει σε φοιτητές.
ΠΙ: Οι δραστηριότητες του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης είναι πολυσχιδείς και επικεντρώνονται στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού, του περιβάλλοντος και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Το 1992, το Ίδρυμα δώρισε στο ελληνικό κράτος το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο. Το Ωνάσειο διαθέτει 127 κλίνες και είναι το πρώτο νοσοκομείο στην Ελλάδα που έχει πιστοποιηθεί στους τομείς της καρδιοχειρουργικής και της καρδιολογίας ενηλίκων και παίδων. Είναι το μόνο πιστοποιημένο νοσοκομείο για μεταμοσχεύσεις καρδιάς και πνεύμονος και έχει υψηλό ποσοστό επιβιώσεως ασθενών διεθνώς.
Το Ίδρυμα υποστηρίζει οικονομικά οργανώσεις όπως η «ΕΛΠΙΔΑ» για την ίδρυση ογκολογικού νοσοκομείου παίδων, και η «ΕΛΕΠΑΠ» (Ελληνική Εταιρεία Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παίδων).
Το Ίδρυμα δημιούργησε το 2011 τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στην Αθήνα, αφιερωμένη αποκλειστικά στην προώθηση των γραμμάτων και των τεχνών, όπως θέατρο, χορό, μουσική, εκθέσεις, εικαστικές τέχνες. Επίσης, ευαισθητοποιείται στην προώθηση της σύγχρονης κουλτούρας και της εκπαιδεύσεως παιδιών, εφήβων, ενηλίκων αλλά και ατόμων τρίτης ηλικίας, μέσω της δια βίου μάθησης.
Το Ίδρυμα χορηγεί υποτροφίες σε Έλληνες, για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και την Ελλάδα, αλλά και σε αλλοδαπούς για έρευνα και μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2013 έχουν χορηγηθεί περίπου 5.150 υποτροφίες σε Έλληνες και 825 σε αλλοδαπούς.
Το Ίδρυμα μεριμνά για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού παγκοσμίως. Με ειδικότερη έμφαση στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Νότιο Αμερική, μέσω του θυγατρικού Ιδρύματός του που εδρεύει στον Ολυμπιακό Πύργο στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
ΜΝ: Κύριε Ιωαννίδη, ευχαριστώ πάρα πολύ που παραβρεθήκατε στην εκπομπή μας και για τις πολύτιμες εμπειρίες που μοιράσατε μαζί μας σήμερα.
Και για όσους ενδιαφέρονται, η Ελληνική έκδοση του βιβλίου του κου. Ιωαννίδη με τίτλο “Και Αν Δεν Είσαι, Θα Γίνεις” έγινε το 2007 και διατίθεται από τον εκδοτικό οργανισμό Α. Λιβάνη. Το βιβλίο επίσης κυκλοφόρησε στην Αγγλική γλώσσα με τίτλο “Destiny Prevails” και διατίθεται από τα βιβλιοπωλεία Amazon και Barnes & Noble, και σε ηλεκτρονική μορφή από το Kindle.
Ζητούμε συγνώμη για τυχόν λάθη που έγιναν κατά τη διάρκεια απομαγνητοφώνησης της συνέντευξης.