Ακολουθεί το κείμενο της ραδιοφωνικής μας συνέντευξης με τον αναλυτή και δημοσιογράφο Δημήτρη Λάσκαρη, ο οποίος μας μίλησε για το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου, για το ΣΥΡΙΖΑ, για την αποτυχία της Λαϊκής Ενότητας, για την λιτότητα, και για την δική του υποψηφιότητα στις επερχόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές του Καναδά. Αυτή η συνέντευξη μεταδόθηκε την εβδομάδα της 24-30 Σεπτεμβρίου 2015. Μπορείτε να βρείτε και να κατεβάσετε το podcast της συνέντευξης εδώ.
ΜΝ: Μαζί μας σήμερα εδώ στο Διάλογος Radio για την συνέντευξη της εβδομάδας είναι ο πολιτικός αναλυτής και δημοσιογράφος Δημήτρης Λάσκαρης από το τηλεοπτικό δίκτυο Real News Network. Ο Δημήτρης αναλύει την Ελληνική και διεθνή πολιτική επικαιρότητα, και είναι επίσης υποψήφιος στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές του Καναδά, με το κόμμα των Πρασίνων. Δημήτρη, ευχαριστώ που βρίσκεστε μαζί μας σήμερα.
DL: Η χαρά είναι δική μου, Μιχάλη.
ΜΝ: Για να ξεκινήσουμε, μετά από ένα ταραχώδης καλοκαίρι στην Ελλάδα όσον αφορά τις πολιτικές εξελίξεις, όπου είδαμε την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να απορρίπτει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, είδαμε τους Έλληνες ψηφοφόρους να φέρνουν το ΣΥΡΙΖΑ εκ νέου στην θέση εξουσίας, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη μόνο μία μικρή μείωση του εκλογικού της ποσοστού στις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Σας ξαφνιάζει αυτό το αποτέλεσμα;
DL: Όντως δεν περίμενα ότι οι απώλειες τους θα ήταν τόσο μικρές όσον αφορά τη λαϊκή ψήφο. Ωστόσο, δεν με ξαφνιάζει συνολικά το γεγονός ότι τελικά βγήκε πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου της τραγικής κατάστασης της Ελληνικής πολιτικής σκηνής αυτή τη στιγμή. Για να είμαι ειλικρινής, οι επιλογές για τους ψηφοφόρους δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικές. Κατα τη δική μου γνώμη, νομίζω ότι η μεγαλύτερη απογοήτευση των εκλογών, ήταν η Λαϊκή Ενότητα, καθώς περίμενα ότι θα τα πήγαινε κάπως καλύτερα, αν και δεν πιστεύω ότι η Λαϊκή Ενότητα ήταν έτοιμη να αναλάβει την εξουσία και να κυβερνήσει. Είναι ένα κόμμα που δημιουργήθηκε λίγο μετά την κήρυξη των εκλογών, και από την δική μου εμπειρία, δεν έχω δει ποτέ πολιτικό κόμμα να έχει εκλογική επιτυχία εφόσον έχει συσταθεί μετά την κήρυξη εκλογικής αναμέτρησης.
Ένα πολιτικό κόμμα πρέπει να έχει μία λειτουργική οργανωτική δομή, πρέπει να έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση, χρειάζεται χρόνο για να οργανωθεί, και η Λαϊκή Ενότητα δεν είχε τίποτα από αυτά. Οπότε δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι δεν τα πήγαν καλά στις εκλογές, αλλά περίμενα τουλάχιστον ότι θα μπορούσε να ξεπεράσει το όριο του 3% για να κερδίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ενδεχομένως αυτή η εκλογική αποτυχία να έχει να κάνει, εν μέρει, με την ηγεσία του κόμματος. Δεν γνωρίζω αν υπήρχε εναλλακτική επιλογή, αλλά πιστεύω ότι αν, για παράδειγμα, η Ζωή Κωνσταντοπούλου βρισκόταν στη θέση ηγεσίας του κόμματος, ότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κέρδιζαν μεγαλύτερα ποσοστά στις εκλογές. Πιστεύω ότι έχει αποδείξει ότι είναι μία πολιτική προσωπικότητα που, με βάση τα δεδομένα του Ελληνικού κοινοβουλίου, χαρακτηρίζεται από την ακεραιότητα και εντιμότητα, και επίσης, θα αντιπροσώπευε ρήξη με το ανδροκρατούμενο πολιτικό κατεστημένο της Ελλάδας, και αυτό ίσως θα βοηθούσε την Λαϊκή Ενότητα να ξεπεράσει το 3% και να κερδίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Όμως, σε τελική ανάλυση, πιστεύω ότι δεν υπήρχε κανένα κόμμα, στο λυπηρό Ελληνικό πολιτικό τοπίο, που βρισκόταν σε κατάλληλη θέση και που είχε την απαραίτητη υποδομή για να ανταγωνιστεί με το ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές.
ΜΝ: Αναφέρατε την επιλογή της ηγεσίας ως ένας πιθανός παράγοντας για την εκλογική αποτυχία της Λαϊκής Ενότητας. Ποιοι άλλοι παράγοντες μπορείτε να εντοπίσετε που ενδεχομένως να ευθύνονται για τα χαμηλά ποσοστά που πήρε την περασμένη Κυριακή;
DL: Πρέπει πρώτα να σας πω ότι καθώς αυτό το καιρό διεξάγω εγώ την δική μου εκλογική μάχη στον Καναδά, ότι δεν παρακολούθησα τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα όσο θα ήθελα. Ωστόσο, η εντύπωση που έχω είναι ότι υπήρχε στην Ελλάδα μία ευρύτερη αποτυχία των κινημάτων της αριστεράς και του αντιμνημονιακού μετώπου. Αυτές οι δυνάμεις δεν ενώθηκαν εν όψει των εκλογών, αν και από ότι καταλαβαίνω υπήρχαν δυνάμεις του ΑΝΤΑΡΣΥΑ που υποστήριξαν την Λαϊκή Ενότητα. Ωστόσο, δεν υπήρχε μία ευρύτερη ενότητα των αντιμνημονιακών δυνάμεων, ενώ επίσης έχουμε και την περίπτωση του ΚΚΕ, που παραμένει απόμακρο από τις προσπάθειες ενοποίησης της αντιμνημονιακής αριστεράς. Πιστεύω ότι αν υπήρχε ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο ενάντια της λιτότητας, τότε θα είχε και μεγαλύτερη εκλογική απήχηση. Και φυσικά δεν συμπεριλαμβάνω το σημερινό ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε αυτά τα αντιμνημονιακά κινήματα. Οπότε πιστεύω ότι αυτός ήταν ένας σοβαρός παράγοντας, όσον αφορά το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
ΜΝ: Είμαστε στον αέρα με τον πολιτικό αναλυτή Δημήτρη Λάσκαρη εδώ στο Διάλογος Radio για την συνέντευξη της εβδομάδας και την μεταεκλογική συζήτηση μας, και Δημήτρη, ίσως η σημαντικότερη εξέλιξη αυτών των εκλογών ήταν το εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό αποχής, το μεγαλύτερο που έχει σημειωθεί σε εθνικές κοινοβουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα σε περίπου 70 χρόνια. Πως σχολιάζετε αυτό το γεγονός; Πιστεύετε ότι αυτοί οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι που δεν πήραν μέρος στις εκλογές επιδίωκαν να στείλουν το δικό τους μήνυμα προς το πολιτικό σύστημα;
DL: Σίγουρα αυτό ήταν το σκεπτικό μίας μερίδας του εκλογικού σώματος. Άλλοι, πολύ απλά, μπορεί να τα έχουν παρατήσει. Αν έχουμε μάθει κάτι τους τελευταίους 8 ή 9 μήνες, από την πρώτη εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, είναι το γεγονός ότι η δημοκρατία πλέον δεν έχει σημασία πουθενά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως αν είσαι ψηφοφόρος σε μία από τις λεγόμενες “περιφερειακές” χώρες της Ένωσης, όπως την Ελλάδα, που έχει πολύ μικρή έως ελάχιστη επιρροή στην Ευρώπη εξαιτίας του μικρού πληθυσμού της και της μικρής οικονομίας της. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι θα ακολουθούσε αρνητικό ρεκόρ προέλευσης του εκλογικού σώματος μετά από την πλήρη απόρριψη της δημοκρατικής επιλογής των Ελλήνων ψηφοφόρων.
Στις 5 Ιουλίου εκφράστηκε από τους ψηφοφόρους, ενάντια σε ασφυκτική πίεση, ένα ηχηρό όχι που ξεπέρασε το 60% και που απέρριψε το λεγόμενο πακέτο διάσωσης που είχαν προτείνει οι Ευρωπαίοι. Και τι έγινε εν τέλει; Οι Έλληνες πολίτες φορτώθηκαν με ένα ακόμα πιο οδυνηρό πακέτο από αυτό που είχαν απορρίψει, και πιστεύω ότι αυτό το νέο μνημόνιο είναι κατά πολύ χειρότερο από αυτό που αρχικά είχαν προτείνει. Συνεπώς, υπό αυτές τις συνθήκες, ποιος θα μπορούσε να διατηρεί την πίστη του στο δημοκρατικό σύστημα της Ελλάδας; Και σε τελική ανάλυση, ας μην ξεχάσουμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας, στις εκλογές που μόλις μας πέρασαν, κέρδισε την ψήφο περίπου του 20% του συνολικού εκλογικού σώματος, δηλαδή ένας στους πέντε εγγεγραμμένους ψηφοφόρους. Οπότε αν νομίζει ο Τσίπρας ότι έχει κερδίσει ισχυρή λαϊκή εντολή για να προχωρήσει στην υλοποίηση αυτού του βάρβαρου μνημονίου, τότε θα έλεγα εγώ ότι ο άνθρωπος ζει σε παράλληλο σύμπαν.
ΜΝ: Είμαστε στον αέρα με τον πολιτικό αναλυτή και δημοσιογράφο Δημήτρη Λάσκαρη εδώ στο Διάλογος Radio για την συνέντευξη της εβδομάδας, και Δημήτρη, κατά την δική σας άποψη, γιατί δεν εκφράστηκε αυτό το 62% του δημοψηφίσματος με πιο δυναμικό τρόπο στις κοινοβουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής;
DL: Εν μέρει πιστεύω ότι έχει να κάνει με ένα αίσθημα απογοήτευσης. Είδαν οι ψηφοφόροι ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν έφερε την παραμικρή αλλαγή και ότι μάλιστα ακολούθησε το αντίθετο από αυτό που είχαν ψηφίσει. Πιστεύω επίσης ότι έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν υπήρχε μία συσπείρωση των αντιμνημονιακών δυνάμεων της αριστεράς. Αυτό μάλιστα ενδεχομένως να αύξησε το αίσθημα απογοήτευσης, δηλαδή το γεγονός ότι αυτά τα κινήματα δεν κατάφεραν να ενωθούν και να μπουν στην μάχη μαζί. Σε τελική ανάλυση, πιστεύω ότι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας είναι οι ηγεσία κάποιων κινημάτων. Δεν νομίζω ότι οι ηγέτες των κινημάτων της αριστεράς είναι τα άτομα που μπορούν να ξεσηκώσουν το κόσμο στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.
ΜΝ: Τι πιστεύετε ότι θα ακολουθήσει, σε πολιτικό επίπεδο, στην Ελλάδα στους επόμενους μήνες, και για πόσο καιρό πιστεύετε ότι μπορεί να διατηρηθεί στην εξουσία η νέα κυβέρνηση;
DL: Φαίνεται ότι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες θα είναι για άλλη μία φορά οι κυβερνητικοί εταίροι του ΣΥΡΙΖΑ στο νέο κυβερνητικό σχήμα. Δεδομένου αυτού, θα έλεγα ότι αν ήταν διαφορετικές οι συνθήκες και δεν είχαμε να κάνουμε με ένα πολύ οδυνηρό μνημόνιο που θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την ήδη ισοπεδωμένη Ελληνική οικονομία, τότε αυτή η κυβέρνηση θα είχε πιθανότητες να παραμείνει στην εξουσία για αρκετά χρόνια. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική. Οι περικοπές που θα ακολουθήσουν, οι νέες μειώσεις σε συντάξεις, οι εξαιρετικά παράλογοι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα, οι νέοι φόροι κατανάλωσης και εισοδήματος που θα επιβληθούν, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και το ολοκληρωτικό ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, όλα αυτά τα γεγονότα θα συμβάλλουν στην περαιτέρω συρρίκνωση της Ελληνικής οικονομίας, που ήδη αντιμετωπίζει ιστορικά ρεκόρ ανεργίας.
Κατά την άποψη μου, δεν υπάρχει καμία ελπίδα ότι μέσα σε αυτό το πρόγραμμα θα δοθεί στην Ελλάδα η απαραίτητη ελάφρυνση του χρέους που απαιτείται για να μπορέσει το δημόσιο χρέος της χώρας να γίνει βιώσιμο. Η Γερμανική κυβέρνηση είναι ξεκάθαρη πάνω σε αυτό το θέμα, ότι δεν θα δεχθεί σε καμία περίπτωση διαγραφή του χρέους. Έχουν πει ότι μπορεί να υπάρξουν κάποιες μικρές αλλαγές στο επιτόκιο, αν και αυτή δεν είναι λύση που προτιμούν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Το μόνο που έχουν συζητήσει είναι η πιθανή επέκταση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους. Αυτή όμως δεν αποτελεί βιώσιμη λύση για την Ελλάδα, καθώς από ότι καταλαβαίνω, η επόμενη αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου του χρέους θα είναι το 2022. Οπότε αν επεκτείνεις το χρόνο αποπληρωμής, όπως προτείνουν οι Γερμανοί, αυτό δεν θα προσφέρει κανένα ουσιαστικό όφελος στην Ελλάδα για τα επόμενα έξι χρόνια, και όταν μία χώρα βρίσκεται σε τόσο βαθιά οικονομική ύφεση, αυτά τα έξι χρόνια μοιάζουν με έναν αιώνα ολόκληρο, ενώ φυσικά η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας δεν έχει την παραμικρή ελπίδα ότι θα παραμείνει στην εξουσία για έξι χρόνια.
Οπότε αυτό που θα δούμε, λίαν συντόμως, είναι να έρχεται εκ νέου το σήριαλ του Ελληνικού χρέους στο προσκήνιο, καθώς θα γίνει πολύ γρήγορα αντιληπτό ότι, παρά την όποια μικρή ελάφρυνση προσφερθεί στην Ελλάδα όσον αφορά το δημόσιο χρέος, ότι αυτό το χρέος θα παραμείνει μη βιώσιμο. Θα είναι επίσης ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει περίπτωση το πρόγραμμα που επιβάλλεται στην Ελλάδα να βοηθήσει την χώρα να ξεφύγει από την ύφεση και ότι αντιθέτως, θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο την ύφεση. Και όταν γίνουν αυτά αντιληπτά, η Ελλάδα θα βρεθεί εκ νέου σε κατάσταση πολιτικής αστάθειας και η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση θα καταρρεύσει. Όταν συμβεί αυτό, είναι παντελώς άγνωστο τι θα ακολουθήσει. Πολλοί από εμάς ανησυχούμε ότι οι ακροδεξιές δυνάμεις θα κερδίσουν πολιτική δύναμη. Ήδη η Χρυσή Αυγή είναι το τρίτο κόμμα στην Ελλάδα, με εκλογικό ποσοστό 7%, ενώ ήταν τρίτη και στις προηγούμενες εκλογές. Αυτό το αποτέλεσμα, αν μη τι άλλο, αποτελεί ισχυρή καταδίκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή το γεγονός ότι ένα ακροδεξιό κόμμα των νεοναζί μπορεί να κερδίσει ένα τόσο μεγάλο εκλογικό ποσοστό σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οπότε είναι ακόμα αβέβαιο τι θα συμβεί αν και όταν η τωρινή κυβέρνηση καταρρεύσει, αλλά πιστεύω ότι θα έρθει η στιγμή που πραγματικά θα μετανιώσουμε την μέρα και την ώρα που δημιουργήθηκε αυτός ο θεσμός που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΜΝ: Είμαστε στον αέρα με τον πολιτικό αναλυτή και δημοσιογράφο Δημήτρη Λάσκαρη εδώ στο Διάλογος Radio για την συνέντευξη της εβδομάδας, και Δημήτρη, κατά την άποψη σας, πως θα μπορούσαν οι Έλληνες πολίτες και οι αντιμνημονιακές δυνάμεις να ανασυγκροτηθούν και να κερδίσουν πολιτικό έδαφος, ιδίως σε περίπτωση που η νέα κυβέρνηση δεν διατρηθεί στην εξουσία για μεγάλο διάστημα;
DL: Πιστεύω ότι οι δυνάμεις της αριστεράς πρέπει να αποδείξουν ότι είναι ικανοί να βελτιώσουν σε σημαντικό βαθμό την καθημερινή ζωή των πολιτών, ενδεχομένως μέσω συνεταιρισμών και δικτύων πολιτών, που θα δουλέψουν για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών. Ωστόσο, η λυπηρή πραγματικότητα είναι ότι μέσα στα σημερινά πολιτικά πλαίσια είναι εξαιρετικά δύσκολο για οποιαδήποτε πολιτική δύναμη να αποφέρει μία θετική αλλαγή για της καθημερινές ζωές των πολιτών. Κάποια στιγμή θα χρειαστεί η Ελλάδα είτε να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, που είναι μία κίνηση που σίγουρα περιέχει μεγάλο ρίσκο για την χώρα και την οικονομία της, ή πρέπει να αλλάξει ριζικά η δομή της Ευρωζώνης. Αυτή τη στιγμή, η λιτότητα είναι μέρος του DNA της Ευρωζώνης, και κυριαρχείται από πολιτικές δυνάμεις που είναι απολύτως αποφασισμένες, παρά όλες τις οικονομικές ενδείξεις που υπάρχουν, να εφαρμόσουν την λιτότητα σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και να συνεχίσουν να αφαιρούν εργατικά δικαιώματα, και να συνεχίζουν να προωθούν τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών παρά τα συμφέροντα των απλών πολιτών. Όσο παραμένει αυτή η πολιτική πραγματικότητα στην Ευρωζώνη και για όσο καιρό παραμείνει η Ελλάδα ως χώρα-μέλος της Ευρωζώνης, οποιαδήποτε πολιτική δύναμη εντός Ελλάδος, ασχέτως από πόσο καλές είναι η προθέσεις της, θα είναι πολύ περιορισμένη όσον αφορά την πολιτική που θα μπορεί να ακολουθήσει.
ΜΝ: Είμαστε στον αέρα με τον πολιτικό αναλυτή και δημοσιογράφο Δημήτρη Λάσκαρη εδώ στο Διάλογος Radio για την συνέντευξη της εβδομάδας, και Δημήτρη, κλείνοντας, ας μιλήσουμε για λίγο για την δική σας πολιτική δραστηριότητα, καθώς είσαστε υποψήφιος στις επερχόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές του Καναδά με το Κόμμα των Πρασίνων. Πείτε μας μερικά λόγια για την δική σας εκλογική καμπάνια.
DL: Θα σας πω καταρχήν ότι το Κόμμα των Πρασίνων στο Καναδά αυτή τη στιγμή έχει εκλογική απήχηση που βρίσκεται περίπου στο 5%. Το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, το Κόμμα των Συντηρητικών, είναι χωρίς αμφιβολία το πιο νεοφιλελεύθερο, δεξιό κόμμα που έχει κυβερνήσει ποτέ τον Καναδά, σίγουρα στην μεταπολεμική εποχή. Η τωρινή κυβέρνηση φαίνεται πως έχει έναν πρωταρχικό στόχο: να μετατρέψει τον Καναδά σε πετρελαϊκή υπερδύναμη, και για την ολοκλήρωση αυτού το σκοπού, έχει αλλάξει τους νόμους προς όφελος της βιομηχανίας πετρελαίου Tar Sands, που επικεντρώνεται στην περιφέρεια Αλμπέρτα στο δυτικό Καναδά. Το Συντηρητικό Κόμμα, εφαρμόζοντας αυτούς τους νόμους, έχει έρθει σε αντίθεση με την μεγαλύτερη μερίδα του εκλογικού σώματος του Καναδά, καθώς η εκλογική του απήχηση βρίσκεται πλέον περίπου στο 30%.
Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι οι άλλες πολιτικές δυνάμεις του Καναδά είναι διχασμένες. Θα έλεγα ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες με το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα, αν και το επίπεδο διχασμού δεν είναι τόσο υψηλό όσο στην Ελλάδα. Υπάρχουν τρία μεγάλα κόμματα που βρίσκονται σε ανταγωνισμό με το Συντηρητικό Κόμμα. Υπάρχει το Φιλελεύθερο Κόμμα, υπάρχει και το Νέο Δημοκρατικό Κόμμα, που παραδοσιακά είναι το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Καναδά, και επίσης υπάρχει το Κόμμα των Πρασίνων. Εγώ επέλεξα να είμαι υποψήφιος με τους Πράσινους για έναν απλό λόγο: αυτά τα δύο προαναφερόμενα κόμμα, οι Φιλελεύθεροι και το Νέο Δημοκρατικό Κόμμα, έχουν γίνει τα κόμματα του κατεστημένου. Ο Καναδάς αντιμετωπίζει πολλά σοβαρά προβλήματα, και στην κορυφή της λίστας βρίσκεται η κλιματική αλλαγή. Όλοι μας αντιμετωπίζουμε αυτό το πρόβλημα, αλλά δεν υπάρχει καμία όρεξη εκ μέρους του Νέου Δημοκρατικού Κόμματος ή του Φιλελεύθερου Κόμματος για να το αντιμετωπίσουν. Μάλιστα, υποστηρίζουν ανοιχτά την επέκταση της βιομηχανίας του Tar Sands, και υποστηρίζουν εν μέρει την κατασκευή νέων αγωγών που θα μεταφέρουν πετρέλαιο από αυτές τις περιοχές. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι πριν ένα μήνα περίπου, το Νέο Δημοκρατικό Κόμμα αφαίρεσε ένα ανερχόμενο πολιτικό αστέρι, μία υποψήφια που ονομάζεται Λίντα ΜακΚουαίγκ, από τα ψηφοδέλτια της στην πόλη του Τορόντο, που είναι όπως γνωρίζετε η μεγαλύτερη πόλη του Καναδά, επειδή είχε το θάρρος να εκφράσει μία απλή επιστημονική πραγματικότητα: ότι για να αποφύγει η ανθρωπότητα την καταστροφική κλιματική αλλαγή, πρέπει να αφήσουμε τα περισσότερα αποθέματα πετρελαίου κάτω από τη γη. Αυτή είναι απλή επιστήμη, δεν είναι μία πολιτική τοποθέτηση. Και όμως, μόλις έκανε η ΜακΚουαίγκ αυτές τις δηλώσεις, η ηγεσία του Νέου Δημοκρατικού Κόμματος έσπευσε να τονώσει τις άγριες επιθέσεις που προήλθαν από τη δεξιά, ανακοινώνοντας ότι οι δηλώσεις της ΜακΚουαίγκ δεν αποτελούν επίσημη πολιτική του κόμματος.
Έτσι λοιπόν έχουμε το υποτιθέμενο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Καναδά να δηλώνει ότι η επιστήμη δεν αποτελεί μέρος της πολιτικής του πλατφόρμας, και ότι η ανθρωπότητα δεν είναι μέρος της πολιτικής του. Μάλιστα, ο ηγέτης του Νέου Δημοκρατικού Κόμματος, ο Τομ Μουλκέρ, έχει υιοθετήσει πολιτικές που ελάχιστα διαφέρουν από αυτές της τωρινής συντηρητικής κυβέρνησης. Για παράδειγμα, έχει ταχθεί υπέρ των αντιδημοκρατικών διακρατικών συμφωνιών όπως της Συμφωνία Συνεργασίας του Ειρηνικού, ή Trans-Pacific Partnership, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση για μία παρόμοια εμπορική συμφωνία. Αυτές οι συμφωνίες θα περιέχουν το λεγόμενο σύστημα Επίλυσης Διαφορών Επενδυτή-Κράτους που θα δίνει το δικαίωμα σε πολυεθνικές εταιρίες να ασκούν αγωγές εναντίων του κράτους του Καναδά σε περιπτώσεις που θα υιοθετεί και θα εφαρμόζει νόμους που είναι οικονομικά και περιβαλλοντικά προς όφελος των απλών πολιτών. Και οι λεγόμενοι δικαστές που θα απαρτίζουν αυτό το σύστημα Επίλυσης Διαφορών Επενδυτή-Κράτους θα είναι εταιρικοί δικηγόροι, δηλαδή τα ίδια άτομα που επωφελούνται από τις δραστηριότητες αυτών των πολυεθνικών εταιρειών και που θα ασκούν αγωγές εναντίων της κυβέρνησης του Καναδά στο μέλλον.
Όπως καταλαβαίνετε, αυτές οι διατάξεις είναι καταστροφικές για την δημοκρατία μας, έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές της σοσιαλδημοκρατίας, και μάλιστα έχουμε τον ηγέτη των λεγόμενων Σοσιαλδημοκραών, τον Τομ Μουλκέρ, να δηλώνει δημοσίως πριν από λίγες εβδομάδες ότι το κόμμα του υποστηρίζει πλέον την Συμφωνία Συνεργασίας του Ειρηνικού και μία παρόμοια συμφωνία με τη Νότια Κορέα που περιέχει περίπου τις ίδιες διατάξεις.
Οπότε υπάρχουν εδώ κάποιες ομοιότητες με αυτά που βλέπουμε στην Ελλάδα, δηλαδή ένα πολιτικό περιβάλλον που έχει μετατραπεί σε σκουπιδότοπος, και όσον αφορά τον Καναδά, το μοναδικό κόμμα που υπόσχεται πραγματική αλλαγή είναι το Κόμμα των Πρασίνων, και γι’ αυτό αποφάσισα να είμαι υποψήφιος μαζί τους. Βέβαια, δεν έχουμε οικονομικό πλεονέκτημα, δεν έχουμε τους οικονομικούς πόρους που έχουν τα άλλα κόμματα και ιδίως οι Συντηρητικοί, και δεν έχουμε τα μέσα ενημέρωσης με το μέρος μας. Όπως και στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση στην ιδιοκτησία των ΜΜΕ στον Καναδά, και οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης έχουν συμφέροντα που, κακά τα ψέμματα, δεν είναι συμβατά με αυτά του Κόμματος των Πρασίνων. Συνεπώς, πάντα ερχόμαστε σε σύγκρουση με αυτές της δυνάμεις, ενώ η πρόεδρος του κόμματος, η Ελίζαμπεθ Μέι, καλέστηκε μόνο σε ένα προεκλογικό ντιμπέιτ, και παρόλο που η κοινή άποψη ήταν ότι κέρδισε το συγκεκριμένο ντιμπέιτ, έχει αποκλειστεί από τα υπόλοιπα ντιμπέιτ που έχουν διοργανωθεί από τα μέσα ενημέρωσης και το πολιτικό κατεστημένο. Η Ελίζαμπεθ Μέι είναι σεβαστό πολιτικό πρόσωπο στο Καναδά, αλλά όμως δεν της δίνεται η ευκαιρία να μιλήσει δημοσίως προς τους ψηφοφόρους του Καναδά και να παρουσιάσει τις θέσεις του κόμματος και γιατί είμαστε εμείς το κατάλληλο κόμμα για να διασφαλίσει το μέλλον των πολιτών του Καναδά και των παιδιών μας.
ΜΝ: Λοιπόν Δημήτρη, ευχαριστώ πολύ που πήρατε το χρόνο να μας μιλήσετε σήμερα και για την πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση, και καλή συνέχεια με την εκλογική σας καμπάνια.
DL: Εγώ σας ευχαριστώ, Μιχάλη.
Ζητούμε συγνώμη για τυχόν λάθη που έγιναν κατά τη διάρκεια απομαγνητοφώνησης της συνέντευξης.